02 March 2007

Πέντε πράγματα για μένα, τα εξής τρία

...
Επειδή μου ζητήθηκε από εκλεκτή φίλη να γράψω (τουλάχιστον) πέντε (5) πράγματα για μένα κι επειδή παράλληλα έχω την εντύπωση ότι ουκ εν τω πολλώ το ευ, θα γράψω προς το παρόν μόνο τρία (3), τα οποία είναι δημόσιου ενδιαφέροντος και πιθανόν να έχουν απασχολήσει πολλούς/ές bloggers που είχαν ή έχουν όμοιους προβληματισμούς. 
  1. Όπως όλα τα καλά παιδάκια, έκανα κι εγώ την εποχή που έπρεπε, σκέψεις για το επάγγελμα, με το οποίο θα κερδίζω το παντεσπάνι μου, όταν θα «μεγάλωνα». Μερικοί βρήκαν την απάντηση στο πι και φι (συνέχισαν τη δουλειά του μπαμπά ή της μαμάς τους), άλλοι δεν κατέληξαν ποτέ, ακόμα και ως συνταξιούχοι ψάχνονται ποιο θα ήταν το καταλληλότερο επάγγελμα γι' αυτούς. Εγώ βρίσκομαι ανάμεσα σ' αυτές τις δύο κατηγορίες: Σε προσχολική ηλικία και στο Δημοτικό άλλαζα από μέρα σε μέρα πιθανά επαγγέλματα, μεταξύ γαλατά, σοφέρ, αστυφύλακα, παπά, παγωτατζή, δασκάλου, δικηγόρου και μηχανικού, ό,τι έβλεπα μπροστά μου και ό,τι μου γυάλιζε. Γιατρός δεν σκέφτηκα ποτέ να γίνω, γιατί δεν άντεχα τις ενέσεις, τους πόνους και τα αίματα. Στο Γυμνάσιο όμως καταστάλαξα σε 2 επαγγέλματα, τα οποία απασχολούσαν τη σκέψη μου... Το ένα απ' αυτά ήταν το επάγγελμα του μουσικού.

    Δεν λέω ότι γνώριζα τότε όλες τις επιπτώσεις μιας τέτοιας επιλογής, έβλεπα όμως ότι όλοι οι γνωστοί μου επαγγελματίες οργανοπαίκτες (πιάνο, κιθάρα, μπουζούκι, κλαρίνο, βιολί, ακορντεόν κ.ά.) δούλευαν Κυριακές και αργίες και κυρίως βράδυ. Συνήθως έρχονταν σπίτι τους πρωινές ώρες και, φυσικά, ξύπναγαν κατά το μεσημέρι. Ένας τελείως διαφορετικός κύκλος ζωής από το συνηθισμένο, τον οποίο αναγκάζονται να ακολουθούν και σήμερα πολλοί συμπολίτες μας, αλλά εμένα προσωπικά δεν μου φαινόταν ελκυστικός. Επιπλέον, 4-5 καλοί οργανοπαίκτες που γνώριζα, ασχολούνταν επαγγελματικά με άλλα πράγματα και όχι με τη μουσική.

    Αργότερα έμαθα πολλά και διάφορα για το επάγγελμα του μουσικού, εμπειρίες και πληροφορίες τις οποίες συνόψισα στα τρία σχετικά κείμενά μου (γι' αυτό καθυστέρησα να ανταποκριθώ στο κάλεσμα για αυτοπαρουσίαση που μου έστειλε η αγαπητή ποιήτρια Λούση). Παρ' ότι λοιπόν είχα μουσική εκπαίδευση, έπαιζα μουσικό όργανο και τραγουδούσα σε μεγάλη τετραφωνική χορωδία, προτίμησα να μην ακολουθήσω αυτό τον επαγγελματικό δρόμο.

    Μερικές φορές που το ξανασκέφτομαι, δεν θέλω να αποκλείσω και την περίπτωση να με φόβιζε, κατά βάθος, η διαρκής εγρήγορση που απαιτεί η δουλειά του μουσικού. Ενώ σε πολλά άλλα επαγγέλματα, μπορείς να κάνεις και μερικά λαθάκια, τα οποία περνάνε απαρατήρητα ή διορθώνονται με μια δεύτερη και τρίτη ματιά, στη μουσική εκτέλεση φεύγει ο ήχος οριστικά και δεν ξαναμαζεύεται και, αν είναι ετεροχρονισμένος ή παράφωνος, τότε θα τα ακούσεις χοντρά από το μαέστρο, τους συναδέλφους, το ακροατήριο και τους κριτικούς.

    Η δεύτερη πιθανή επαγγελματική επιλογή μου ήταν αυτή του τεχνικού και ειδικότερα του μηχανικού, επειδή είχα από μικρός σχέσεις με το αντικείμενο, λόγω του επαγγέλματος του πατέρα μου (οικοδόμος). Μερικά καλοκαίρια, στα εφηβικά μου χρόνια, δούλευα σε τεχνικά γραφεία και άλλες εποχές έκανα πότε πότε βοηθητικές δουλειές σε οικοδομές. Κάποτε δούλευα σε εργοστάσιο ως «λαδωτής» αργαλειών, μια εποχή τύλιγα πηνία ηλεκτρικών μηχανών κ.ά. Έτσι, τελικά, σπούδασα στο εξωτερικό μηχανικός, αλλά ηλεκτρολόγος και όχι πολιτικός που πολύ θα το ήθελε ο πατέρας μου.

    Παράλληλα πήρα και μια γερή δόση από μαθηματικές γνώσεις, πιο πολύ για να συμπληρώσω τα κενά γνώσεων που μου είχε δημιουργήσει το υποβαθμισμένο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Τελικά, αυτές οι πρόσθετες μαθηματικές γνώσεις αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ευεργετικές για τις σπουδές αλλά και το επαγγελματικό μέλλον μου, γιατί με την αξιοποίησή τους βρέθηκα απρόβλεπτα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ως βοηθός και επιμελητής, στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, και τελικά έμεινα επαγγελματικά ως καθηγητής σ' αυτό το χώρο.

    Στο χρόνο μεταξύ του πτυχίου μηχανικού και των μελετών για τη διδακτορική διατριβή, παρακολούθησα μερικά εξάμηνα Κοινωνιολογία, Ιστορία και Ψυχολογία, αλλά το κλίμα εκεί ήταν κάπως χαλαρό και ασαφές. Πιθανόν όμως να το εισέπραττα εγώ έτσι, επειδή προερχόμουν από πολυτεχνικές σπουδές. Στα σεμινάρια λέγονταν πολλά και διάφορα, τα περισσότερα εμφανώς αντιφατικά και όλα ήταν κάπου σωστά και κάπου λάθος, χωρίς κάποιος να μπορεί να προσδιορίσει μονοσήμαντα μια σαφή γραμμή και να πει, πώς θα αντιμετωπίσει την επόμενη και μεθεπόμενη ανάλογη ή όμοια περίπτωση.

    Για μένα ήταν σαφής η διαφορά στον τρόπο σκέψης και δουλειάς μεταξύ των θετικών και των (λεγόμενων) ανθρωπιστικών επιστημών, αλλά και στον ακαδημαϊκό ορισμό της «επιστήμης». Στους συμφοιτητές που δεν είχαν την εμπειρία της τεχνικής εκπαίδευσης, δεν έκανε εντύπωση η απουσία σαφώς οριοθετημένων εννοιών και ιδεών. Έτσι, δεν έμεινα πάνω από 2-3 εξάμηνα, το τελευταίο λειψό, αλλά επέστρεψα στις θετικές επιστήμες και συγκεκριμένα, στα εφαρμοσμένα μαθηματικά.



  2. Στη ζωή μου έχω κάνει μόνος, με αποκλειστικά δικές μου δυνάμεις, πολλά και διάφορα, αξιοπρόσεκτα ή αδιάφορα, δύσκολα ή εύκολα. Αν έπρεπε να τα ταξινομήσω αξιοκρατικά, θα τοποθετούσα πρώτη στη σειρά μιαν απόφαση που πήρα σε ηλικία κοντά στα 30 χρόνια μου: έκοψα το κάπνισμα! Όταν γράφω ότι το έκοψα, εννοώ το έκοψα με το μαχαίρι. Έκτοτε δεν έχω καπνίσει ούτε ένα τσιγάρο και διαλέγω τον περίγυρό μου έτσι ώστε κανείς να μην καπνίζει. Ρωτάτε αν ήταν εύκολη η τήρηση της απόφασης; Καθόλου! Επί 2-3 μήνες, ιδίως μετά το μεσημεριανό φαγητό, η πίεση ήταν μεγάλη, αλλά δεν με επηρέαζε, ήμουν βράχος! Άμα είσαι αποφασισμένος για κάτι και είναι ευγενής ο στόχος, δεν σε παρασύρει κανένας πειρασμός. Μετά τους 3 μήνες είχα ουσιαστικά ξεχάσει το θέμα, είχα αποτοξινωθεί, καμιά πίεση πια, κανένας λόγος να ξανακαπνίσω. Μόνο όταν έβλεπα κάποιους να ανάβουν τσιγάρο, θυμόμουν ότι κάποτε «παλιά», είχα κι εγώ αυτό το κουσούρι.

    Και να μην νομιστεί ότι κάπνιζα μέχρι τότε ευκαιριακά, κάθε άλλο. Άρχισα βέβαια, σε σχέση με άλλους, αργά το κάπνισμα, στα 19-20, αλλά σταδιακά κατέληξα να είμαι φουγάρο, έφτασα να καπνίζω 50-60 άφιλτρα την ημέρα για μερικά χρόνια. Μια μέρα, Πρωτομαγιά ήταν και πηγαίναμε με φίλους στην εξοχή. Σταμάτησαν να πάρουν τσιγάρα, εγώ σφύριζα αδιάφορα, φτάσαμε στην εξοχή, άναψαν τσιγάρο, εγώ αμέτοχος, μετά το φαγητό έκαναν οι καπνιστές τσιγάρο, εγώ τίποτα. Όταν δήλωσα ότι το «έκοψα», άρχισαν τα σχόλια και τα ανέκδοτα, «εγώ το έχω κόψει 20 φορές και το άρχισα άλλες τόσες», «εγώ το κόβω κάθε βράδυ και το ξαναπιάνω το πρωί» και άλλα τέτοια σαχλά, αλλά εγώ παρέμενα ψύχραιμος και συνεπής.

    Τώρα, αρκετά χρονάκια αργότερα, με παίρνουν στο τηλέφωνο ή με συναντούν διάφοροι φίλοι και ρωτάνε «πώς έκοψες τότε το κάπνισμα;» Ήρθε ο καιρός που πρέπει να το κόψουν κι αυτοί - για την ακρίβεια δεν το κόβουν οι ίδιοι, τους το κόβει ο γιατρός. Ρωτάτε πώς το έκοψα, ε; Οικειοθελώς αλλά με το μαχαίρι!



  3. Με έχουν ρωτήσει επανειλημμένα, σε συζητήσεις, στα σχόλια σε διάφορα κείμενά μου αλλά και σε προσωπικά ηλεκτρονικά μηνύματα, όσοι δεν θέλουν να γράψουν δημόσια, γιατί ασχολούμαι με θέματα του εκκλησιαστικού μηχανισμού και τις αλαζονικές κοινωνικές παρεμβάσεις του, αφού ελάχιστους ενδιαφέρουν αυτά (πιθανόν!), ελάχιστοι ή ουδείς ορκισμένος «πιστός» επηρεάζεται και, εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν αρμοδιότεροι να αναπτύξουν τέτοια θέματα.

    Ως προς την αρμοδιότητα δεν χρειάζεται να γράψω πολλά, δεδομένου ότι θεωρώ πως καθένας μπορεί να καταπιαστεί με ό,τι τον ενδιαφέρει, με ό,τι νομίζει ότι μπορεί να εκφέρει άποψη. Όποιος περαστικός θέλει διαβάζει αυτά τα κείμενα, όποιος δεν θέλει πάει παρακάτω. Να σημειώσω επίσης ότι πολλοί από τους αναγνωρισμένους «αρμόδιους» έχουν προσφέρει μέχρι σήμερα στο αναγνωστικό κοινό κατά κύριο λόγο παραμύθια και επινοημένα παραπλανητικές ιστοριούλες. Δεν βλάπτει λοιπόν να επαναληφθούν προς ανάγνωση και ορισμένα από αυτά που ανακάλυψαν και έγραψαν διάφοροι «αναρμόδιοι», γνωστοί και έγκυροι, αλλά αποσιωπημένοι από τη δημόσια εκπαίδευση.

    Για τη δική μου εμπλοκή σ' αυτά τα θέματα έχω γράψει ήδη σε απάντηση σχολίου σε κάποιο κείμενό μου και θα το επαναλάβω εδώ. Προσωπικά ούτε κατ' ελάχιστον θα με απασχολούσαν οι ανατολίτικες αερολογίες με τις επιφοιτήσεις των παπάδων, δικής τους ή αλλότριας εμπνεύσεως και φαντασιοπληξίας, αλλά και οι βυζαντινισμοί και οι ομφαλοσκοπήσεις των αργόσχολων μοναχών, ούτε και τα συνεχή ιστορικά και πολιτισμικά εγκλήματα που επιτέλεσαν με επιτυχία σε βάρος των λαών, σε όλη την Ευρώπη και αργότερα και εκτός αυτής.

    Δικό μου σημείο εκκινήσεως ήταν και είναι το ερώτημα, τί δημιούργησαν, τί αντιπαρέθεσαν στον τότε πολιτισμό οι ηγέτες της νέας θρησκείας που στηρίζονταν στα ρωμαϊκά όπλα; Αυτοί που διέπρεψαν στην εξύβριση και συνέβαλαν αποφασιστικά στη συκοφάντηση του ελληνικού και ελληνιστικού πολιτισμού και στην καταστροφή των έργων του, ποια πρόταση πολιτισμού παγκόσμιας εμβέλειας υπέβαλαν, συγκρίσιμης -μια και για ανώτερη ή ισόσταθμη πρόταση δεν γίνεται λόγος από κανέναν- με εκείνη των Αρχαίων Ελλήνων;

    Αυτή η αναζήτηση με οδήγησε λοιπόν να μελετήσω αποσιωπημένες από τα σχολικά βιβλία και τη δημόσια συζήτηση αθλιότητες συμπλεγματικών «πατέρων» που μισούσαν τους Έλληνες και τον Ελληνισμό, εγκληματιών πολιτικών και στρατιωτικών, διαπλεγμένων με τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, που ξεπούλαγαν τα πάντα, ελπίζοντας να διατηρηθούν στην εξουσία και δωσίλογων «ποιμένων» που συνεννοούνταν με κάθε κατακτητή, προκειμένου να εξασφαλίσουν και διευρύνουν τη θέση εξουσίας που κατείχαν και να αυξήσουν τον πλούτο τους.

    Ακόμα χειρότερο είναι, αφού ό,τι έγινε έγινε και πίσω δεν γυρνάει, ότι άνθρωποι περίπου ίδιας ψυχοσύνθεσης και απαράλλαχτων άθλιων προθέσεων με τους προαναφερόμενους, προσπαθούν σήμερα να πείσουν τους Νεοέλληνες ότι άριστα έγιναν όλα τα προαναφερθέντα, καλά έκαναν και συκοφαντούσαν («Έλληνες κλέπται πάσης γραφής»), καλά έκαναν και υπεξαιρούσαν διανοητές και τα έργα τους, μετατρέποντας τους πρωτοπόρους σε μαθητές («Ο Σωκράτης και ο Σενέκας ήταν οι πρώτοι χριστιανοί»), καλά έκαναν και κατέστρεφαν έργα πολιτισμού («Εξάγνιζαν τα εθνικά ιερά με αγιασμό και τα αξιοποιούσαν για τη νέα θρησκεία»), τα οποία οι ίδιοι μόνο δια της αντιγραφής κατάφεραν να προσεγγίσουν, καλά έκαναν και εισήγαγαν, μια και δεν είχαν απολύτως τίποτα δικό τους, ψυχανώμαλες ιδεοληψίες από την Περσία και τις Ινδίες, με ομφαλοσκοπικές αναζητήσεις του θεού και του «άκτιστου φωτός» και ό,τι άλλο χλευάζουμε σήμερα σε εκμεταλλευτές της αφέλειας και εμπόρους της πίστης...

    Γι' αυτό ακριβώς το λόγο, η μία ή η άλλη ασαφής ή ανακριβής λεπτομέρεια στα συναφή κείμενά μου (για της οποίας την υπόδειξη πάντα χαίρομαι!), δεν παίζει σημαντικό ρόλο και διορθώνεται εύκολα. Αυτό που δεν διορθώνεται πια είναι η πολιτισμική κατάπτωση των Ελλήνων και των ελληνόφωνων πληθυσμών, από το υψηλό επίπεδο της ελληνιστικής εποχής στην κακομοιριά του 11ου αιώνα με την «επιστημονική ανάταση» της «Δαιμονολογίας» του Μιχ. Ψελλού, στον πολιτικό και πολιτισμικό εξευτελισμό του 14ου και 15ου αιώνα και τελικά στην πλήρη πνευματική εξαθλίωση της τουρκοκρατίας - με πλειοδοσία πεσκές για την εξαγορά του πατριαρχικού θρόνου και τη διάθεση στους «πιστούς» ορθόδοξων συγχωροχαρτιών.

    Και φυσικά, στη σημερινή γελοιότητα να επιδιώκουν οι πνευματικοί διάδοχοι όλου αυτού του εκκλησιαστικού εσμού να διεκδικούν απρόσκλητοι λόγο και ρόλο στην εκπαίδευση, στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική, στην προσωπική ζωή των ανθρώπων, στην ηθική, στα σχολικά βιβλία, στις δικαστικές αποφάσεις, στις ενδοεκκλησιαστικές αντιδικίες μέχρις εξοντώσεως για «ηθικά», οικονομικά και εξουσιαστικά θέματα, στη συμμετοχή σε τράπεζες και επιχειρήσεις, στην κατασκευή και εκμετάλλευση ξενοδοχείων κλπ. κλπ. και παράλληλα να απεργάζονται με ελεγχόμενους ανασφαλείς διανοούμενους, ερμηνείες και σχέδια, για να δικαιολογήσουν τα παλιά εγκλήματα και να προετοιμάσουν καινούργια!

    Επειδή κυκλοφορούν δε και ιδεολογήματα περί αντικειμενικότητας και μετριοπάθειας, θα έπρεπε κάποιος να ορίσει πρώτα τί σημαίνουν αυτές οι λέξεις.
    Όταν κάποιος γνωστός πανεπιστημιακός Ιστορικός γράφει για τον Κάρολο (τον Μέγα!) ότι «ενσωμάτωσε τους Σάξονες, παρά τις αντιρρήσεις τους, στο φράγκικο κράτος και τους εκπολίτισε γνωρίζοντάς τους τον χριστιανισμό» είναι αντικειμενικός και μετριοπαθής; Τόσο απλά το γράφει, «τους ενσωμάτωσε παρά τις αντιρρήσεις τους»! Και εννοεί, φυσικά, την προσάρτηση των σαξονικών εδαφών και υποταγή των λαών μετά από σκληρούς πολέμους δεκαετιών, με πυρπολήσεις και σφαγές εκατέρωθεν, με φοβερά βασανιστήρια και δουλοκτησία γενεών εις βάρος των ηττημένων, μέχρι να αποδεχθούν την «αληθινή θρησκεία» και την «εκ θεού διακυβέρνηση».

    Αναρωτιέμαι, όταν γράφουν γνωστοί πανεπιστημιακοί Ιστορικοί, με αφορμή την αναμνηστική γιορτή για τον Κωνσταντίνο (τον Μέγα!) στην Trier, ότι ο συγκεκριμένος Ρωμαίος αυτοκράτωρ «… ακόμα και στην ιδιωτική ζωή του δεν έκρυβε τη χριστιανική του πεποίθησηείχε μια χριστιανική οικογενειακή ζωή» και ήταν «χριστιανός και μάλιστα, χριστιανός στην καρδιά, όχι στις εξωτερικές ενέργειές του» είναι αντικειμενικοί και μετριοπαθείς; Τη στιγμή που ο συγκεκριμένος αιματοβαμμένος Κων/νος έχει αποδεδειγμένα δολοφονήσει σύζυγο, παιδιά, πεθερό και όποιον άλλο συγγενή ή φίλο ή συνεργάτη θεωρούσε επικίνδυνο για την εξουσία του... Ποιος θα ευτελιστεί σήμερα να κάνει τον «αντικειμενικό» διανοούμενο, ώστε να μην παρεξηγηθεί από θεόπληκτους ή αυτούς που βγάζουν μεροκάματο από τα εκκλησιαστικά;


    Για όσους διατυπώνουν, ακόμα, κατηγορίες περί «εμπάθειας» δηλώνω ότι, ακριβώς, το συναίσθημα του πάθους επιθυμώ να βγαίνει προς τα έξω. Μήπως ο εκκλησιαστικός μηχανισμός δεν ήταν όλους αυτούς τους αιώνες που είχε τη δύναμη, εμπαθής; Μήπως με αβρότητα και ευγένεια σκότωνε, λεηλατούσε, εξαπατούσε, συκοφαντούσε και τα κάνει όλα αυτά μέχρι σήμερα; Με αβρότητα και ευγένεια πούλαγε μέχρι πρόσφατα συγχωροχάρτια, καθολικά και ορθόδοξα, και παρασύρει ακόμα αμαθείς και ανασφαλείς ανθρώπους να προσκυνάνε πτώματα, ξύλα και τζάμια; Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε εμείς, τα παιδιά του Διαφωτισμού, είναι να ανταποδώσουμε στον εκκλησιαστικό μηχανισμό την εμπάθεια που δίδαξε, μια και δεν μας ταιριάζει να σκοτώνουμε και να λεηλατούμε και ούτε θα ξεπέσουμε ποτέ να προσκυνήσουμε έναντι οβολών, κόκαλα, τρίχες και νύχια «αγίων»...

    Όταν ο γνωστός Γιοχάνναν εκ Συρίας, ο ψευδώνυμος Ιωάννης Χρυσόστομος, λέει και γράφει «Εάν δε κοιτάξεις στα ενδότερα των Ελλήνων, θα δεις τέφρα και σκόνη και τίποτα υγιές, αλλά σαν τάφος ανοιγμένος είναι ο λάρυγγάς τους, γεμάτος ακαθαρσίες και πύον και τα δόγματά τους γεμάτα σκουλήκια... Αυτά δημιούργησαν και διέδωσαν οι Έλληνες, όπως τα έλαβαν από τους φιλοσόφους, αλλά εμείς δεν θα παραιτηθούμε της μάχης εναντίον τους», δεν αντιλαμβάνομαι ποιος δικαιούται να κάνει συστάσεις για μετριοπάθεια. Στο κάτω κάτω, κάποιοι δηλώνουν ότι εκπροσωπούν τη «θρησκεία της αγάπης» και θα έπρεπε να έχουν δώσει, χωρίς υποδείξεις, πρώτοι αυτοί το καλό παράδειγμα.

    Κι όταν, τέλος, στο ονομαζόμενο «Πηδάλιο», το βιβλίο που περιέχει όλους τους «έγκυρους κανόνες» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αναφέρεται στην εισαγωγή από τον αρχιμ. Ειρηναίο Δεληδήμο της επανέκδοσης από το έτος 1864: «Εάν επραγματοποιούντο πλήρως τα όνειρα των οπαδών του Διαφωτισμού, οι Ορθόδοξοι λαοί θα εξήρχοντο εκ της θλιβεράς των αμαθείας, θα εισήρχοντο εις τον φωτεινόν δρόμον της προόδου, θα ηγάπων τας επιστήμας και την δύναμιν του ορθού λόγου, θα προέκοπτον κοινωνικώς και οικονομικώς, συγχρόνως όμως θα απεκόπτοντο από τας ρίζας των και αντί της Ορθοδόξου πνευματικότητος, πηγαζούσης εκ της ταπεινώσεως του ανθρώπου ενώπιον της αγάπης του Θεού, θα επεκράτει και εις αυτούς η αλαζονική αυτοπεποίθησις της ανθρωπίνης διανοίας», πρέπει να αναρωτηθεί κάθε καλοπροαίρετος που δεν πάσχει από ψυχική ανασφάλεια ώστε να χρειάζεται παραμύθια από τη Μέση Ανατολή για να διάγει ήρεμο βίο, πώς είναι δυνατόν να θεωρούνται οι άνθρωποι αυτού του μηχανισμού αποδεκτοί συνομιλητές, οι οποίοι έχουν απορρίψει, όπως οι ίδιοι ανερυθρίαστα επαίρονται, την πρόοδο, τις επιστήμες, τον ορθό λόγο, την κοινωνική και οικονομική προκοπή και είχαν επιλέξει συνειδητά για το λαό τη «θλιβεράν αμάθειαν» και για τους εαυτούς τους, ακριβώς την εποχή του Διαφωτισμού, τη συνεργασία με τους Οθωμανούς για να μην χάσει ο μηχανισμός τους τον έλεγχο του ποιμνίου και οι ίδιοι την χωρίς κόπους είσπραξη εσόδων;

    Και φυσικά δεν με απασχολεί η όποια ακαδημαϊκή άποψη για τα γραπτά μου, εφόσον δεν αναφέρεται αυτή σε λάθη για ιστορικά γεγονότα, αλλά περιορίζεται σε θέματα ύφους και καθωσπρεπισμού. Γνωρίζω ότι στην επιστημονική επικοινωνία ταιριάζουν ο ευγενικός τρόπος εκφράσεων και οι χαμηλών τόνων διατυπώσεις, αλλά εγώ δεν συγγράφω εδώ επιστημονικά κείμενα, δεν διεκδικώ διορισμό ή προαγωγή κάπου, δεν αποβλέπω στην εύνοια κανενός «ισχυρού»! Γράφω ελεύθερα την άποψή μου για τον τρόπο που θα ήταν δυνατόν να ερμηνευτούν κάποια ιστορικά γεγονότα.
Αυτά είναι τα τρία (3) θέματα που μπορώ να παραθέσω δημόσια, τα υπόλοιπα 2-3 που έχω υπόψη μου, δεν έχουν δημόσιο ενδιαφέρον και άλλο ένα θα τα παρουσιάσω εν καιρώ! Και δεν θα δώσω τη σκυτάλη σε κανέναν και καμιά πλέον, γιατί έχουν εξαντληθεί οι πιθανοί αυτο-εξομολογητές, με το σύστημα της πυραμίδας που επελέγη να μοιράζονται οι παραγγελίες.