19 October 2008

Άσχημη στην κούνια, όμορφη στη ρούγα

της Ισμήνης
2. Τα παιδικά χρόνια

Δεν ήξερα η κακομοίρα, που να ξέρω δεν μου είπε κανένας ότι όλα τα ωραία πράγματα τελειώνουν κάποτε. Κάπως έτσι τελείωσαν και οι ωραίες μέρες που πέρασαν εγώ και η μαμά μου στο μαιευτήριο. Και πήγαμε σπίτι, στο καινούργιο μου σπίτι που θα ήταν από εδώ και πέρα. Καλέ κοίτα να δει πόσα σπίτια άλλαξα μέσα σε 1 εβδομάδα. Από την κοιλιά της μαμάς μου, στο μαιευτήριο και μετά εδώ, μπράβο μου! 3 μετακομίσεις και πόσο σημαντικές στη επίγεια ζωή μου και ας είχε αρχίσει μόλις 1 εβδομάδα πριν.

Άντε πάλι να μάθω τους καινούργιους θορύβους, να μάθω σε άλλο κρεβάτι και να βλέπω άλλα άτομα. Όχι ότι με ένοιαζε ιδιαιτέρως, άλλωστε εγώ δεν έκανα άλλη δουλειά από το να κοιμάμαι, να τρώω και να λερώνομαι. Για όλα αυτά όμως, επειδή δεν μπορούσα μα μιλήσω, έπρεπε με κάποιο τρόπο να ειδοποιώ για ποιο πράγμα από όλα είχα ανάγκη.

Στην αρχή αξιοπρεπώς περίμενα να μου δώσουν την πρέπουσα σημασία, υπέθετα ότι θα ήμουνα το επίκεντρο του κόσμου ή μάλλον της οικογένειας, όπως άκουσα να λένε. Άρα οικογένεια σημαίνει ένας μπαμπάς, μία μαμά, μια αδελφή κι εγώ; Καλά θα το σκεφθώ αργότερα γιατί βλέπω και κάποια άτομα με άσπρα μαλλιά να με παίρνουν αγκαλιά και δεν ξέρω αυτά τι ρόλο παίζουν στην οικογένεια. Η μαμά μου την κυρία με τα άσπρα μαλλιά την λέει μαμά και τον κύριο μπαμπά … άρα εγώ πόσες μαμάδες και μπαμπάδες έχω;

Επειδή λοιπόν κατάλαβα ότι όλοι είχαν και κάποια σοβαρή δουλειά να κάνουν και όχι να ασχολούνται συνέχεια με μένα, βρήκα ένα τρόπο να δηλώνω την παρουσία μου, άρχισα να φωνάζω και σιγά τη φωνή που έβγαζα την μετέτρεψα σε κάτι πιο άσκημο ακουστικά, μάλλον έσκουζα, αλλά έπιασε το κόλπο και έτσι είχα αυτό που ζητούσα. Επειδή όμως πολλές φορές μπερδεύανε τις ανάγκες μου, άρχισα να βγάζω ένα διαφορετικό ήχο για κάθε μου ανάγκη.

Καμιά φορά έτσι που άρχιζα για πλάκα να κλαίω και να χτυπιέμαι εισέπραττα την άγρια φωνή του μπαμπά μου –τι έχει πάλι το σκασμένο και κλαίει, φαγωμένο είναι, καθαρό είναι, μόλις ξύπνησε… αμάν πια! Κακό σημάδι το … αμάν πια σκεφτόμουνα και έτσι πάλι αξιοπρεπώς το βούλωνα.

Η μόνη που με καταλάβαινε και με έπαιρνε αμέσως αγκαλιά και με κανάκευε ήταν η μαμά μου, χμμ … γι’ αυτό το έκανα! Όλα καλά και όμορφα εκτός από τη αδελφή μου, τι τσιμπιές και ξύλο έτρωγα, όταν δεν ήταν κανείς κοντά μου δεν λέγεται … και έκλαιγα … και άντε να τους πεις για ποιο λόγο κλαις.

Και μεγάλωνα μεν αλλά ήμουνα ελαφρώς κατηγορίας πτερού! Τόσο πτερού που ούτε στα πόδια μου δεν μπορούσα να σταθώ για να περπατήσω κι έτσι βρήκα την πιο εύκολη λύση να σέρνομαι και μάλιστα από τη μία πλευρά. Έτσι μου κολλήσανε και το παρατσούκλι «ερπετό»! σιγά
–σιγά άρχισα να στέκομαι στα πόδια μου, και να κάνω χαριτωμενιές, όπως κάνουνε όλα τα παιδάκια, μόνο που δεν διασκεδάζανε μαζί μου αλλά μου χαϊδεύανε στοργικά το κεφάλι. Τότε ήταν που μου κολλήσανε και το 2ο παρατσούκλι το «μόμολο». Τρόμαξα να ξεκολλήσω από το ερπετό και νάσου το άλλο, λες και θα πάθαιναν τίποτα αν με φωνάζανε με το όνομά μου!

Καλά άλλη ιστορία και αυτή με το όνομά μου! Καλά λένε τρελός παπάς σε βάφτισε! Όταν ήρθε η ώρα να με βαφτίσουν, ο μπαμπάς μου δεν ήθελε να βγάλει το όνομα της πεθεράς του λέγοντας –Δεν έβγαλα το όνομα της μάνας μου στην 1η μου κόρη … (τη μαμά του τη λέγανε Σταυρούλα κι είχε κάτσει του μπαμπά μου ότι Σταυρούλα και Μαρία λέγανε μόνο τις υπηρέτριες), θα βγάλω το όνομα της πεθεράς μου; Αικατερίνη την λέγανε και τελικά κατάλαβα ότι αγαπούσε θανάσιμα ο μπαμπάς μου τη γιαγιά μου, την κυρία με τα άσπρα μαλλιά που σας έλεγα πιο πάνω.

Οπότε ο νονός μου πρότεινε να με βγάλουν Κλαίρη. Πάμε στην εκκλησία το λένε στον παπά, στύλωσε τα πόδια αυτός –Καθολικό όνομα δεν βγάζω! Και τότε άρχισαν οι καλεσμένοι να προτείνουν ονόματα που ήταν αρεστά στον παπά και στους γονείς μου – εμένα φυσικά κανένας δεν με ρώταγε. Κάποιος αρχαιολάτρης είχε την φαεινή ιδέα και ανέφερε ένα όνομα, που τελικά άρεσε στον παπά, στον κουμπάρο και στους γονείς μου!

Τώρα πια έχω όνομα και χάρη! χα! Εδώ την πάτησα! Έμεινα στο όνομα και έχασα τη χάρη. Διότι καθ’ οδόν, όσο η αδελφούλα μου ομόρφαινε, εγώ εισέπραττα τα αντίθετα, δηλαδή ασκήμαινα! Βγαίναμε βόλτα οι 2 αδελφούλες χεράκι–χεράκι, εκεί να δεις σύγκριση … η μια μελαχρινή με πλούσια μαλλιά όλου μπούκλες, άσπρο δέρμα με κόκκινα μάγουλα και μαύρα μάτια, η άλλη, εγώ δηλαδή, κάτι μεταξύ ξανθού προς το ξεπλυμένο και ξεβαμμένο, κάπως έτσι τέλος πάντων, ίσιο μαλλί με μετρημένες τις τρίχες της κεφαλής μου.

Αδύνατη με καλαμάκια πόδια, γόνατα συνέχεια χτυπημένα, χλωμή, είχα όμως έξυπνα καστανά μάτια – καλή παρηγοριά! Ξέχασα … το ένα μου αυτί πέταγε σαν πτερύγιο, γιατί όταν κοιμόμουνα το δίπλωνα –ανωμαλία κι αυτή– και μου το βάζανε στη θέση του κολλημένο με λευκοπλάστη!

Ξέχασα και το πιο σοβαρό! Πέρασα κοκίτη και από την αδυναμία και τον επίμονο βήχα χαλάρωσε το οπτικό νεύρο και παρουσίασα στραβισμό και μου βάλανε γυαλιά! Οπότε πάνε στράφι τα έξυπνα καστανά μάτια! Τα μισούσα τα γυαλιά! Α! ξέχασα και το άλλο … είχα και στραβά … μα θεόστραβα δόντια και μου βάλανε σιδεράκια. Δεν είχε βγει το σήριάλ «Μαρία η άσχημη» να είναι της μόδας ο ορθοδοντισμός! Τα μισούσα τα σιδεράκια.

Όχι δεν ξέχασα κάτι άλλο. Μπορείτε να φαντασθείτε τις 2 αδελφούλες; Στο οικογενειακό άλμπουμ υπάρχουν, αμέτρητες φωτογραφίες της αδελφής μου σε όλες τις πόζες και τις ηλικίες, ενώ οι δικές μου είναι μετρημένες στα δάχτυλα.