13 December 2008

Ax!!… Εμείς οι γυναίκες

της Ισμήνης

Μια φορά και έναν καιρό πριν από πάρα πολλά χρόνια, όταν ο καλός μας Θεούλης τέλειωσε την δημιουργία του κόσμου και θαύμαζε το έργο του, του ήρθε μια φαεινή ιδέα και αποφάσισε να κάνει κάτι το παράτολμο, δηλαδή να φτιάξει κάτι (ακόμα δεν ήξερε τι) που να χαίρεται τον κόσμο αυτό και να απολαμβάνει τα αγαθά του.

Τι θα μπορούσε όμως να είναι αυτό που θα απολαμβάνει, θα χαίρεται και ταυτόχρονα θα ευχαριστεί με λόγια και με έργα τον Δημιουργό του παραδ
είσου; Σκέφτηκε–σκέφτηκε και κατέληξε ότι αυτό θα είναι ένα ον, με πόδια, χέρια, μυαλό, καρδιά και στόμα! Κάθισε λοιπόν πήρε χώμα και νερό έκανε λάσπη και δημιούργησε το ον αυτό που του έδωσε την ονομασία άνθρωπος και τον κατέταξε στην κατηγορία άνδρας και μετά από λίγο έφτιαξε και άλλο ένα ον που, ναι μεν ήταν στην ίδια κατηγορία, αλλά του έδωσε την ονομασία γυναίκα.

Μετά σκέφτηκε ότι έπρεπε να προικίσει αυτούς τους 2 ανθρώπους με κάποιες αρετές. Έφτιαξε λοιπόν μια λίστα με τα χαρίσματα που διέπουν έναν καλόν άνθρωπο, δηλ: εργατικό, ειλικρινή, ευσεβή, τίμιο, αγαπητό, φιλεύσπλαχνο και ένα σωρό άλλα χαρίσματα και στο τέλος της λίστας έβαλε τη λέξη ψεύτης. Για να τους δοκιμάσει, τους είπε να διαλέξουν πια χαρίσματα θέλουν. Ο άντρας διάλεξε τα δικά του και η γυναίκα τα δικά της και μια στιγμή που είχε γυρίσει ο Θεός το κεφάλι του, η γυναίκα έτσι στα κρυφά διάλεξε και το ψεύτης.

Μέχρι εδώ όλα καλά και όλοι ξέρουμε την συνέχεια κατά τας γραφάς… κλπ. κλπ! Κάπως έτσι αρχίζουν όλες οι ιστορίες σαν τα παραμύθια της γιαγιάς.

Μετά λοιπόν την ωραιότερη δημιουργία του Θεού –τη γυναίκα– άρχισαν και όλα τα παρατράγουδα και τα δεινά των ανθρώπων επί της γης. Και να πεις ότι δεν φταίμε; Φταίμε και παραφταίμε, αλλά τι να κάνουμε, έτσι μας έπλασε ο Ύψιστος, ναζιάρες, ακατάστατες, ψυχοβγάλτρες, γοητευτικές, ολίγον ψεύτρες μμμμ… μάλλον πολύ –μας έμεινε εκείνο που έβαλε η γυναίκα κρυφά στην λίστα της– αλλά δεν πειράζει ας ονομάσουμε τα ψέματα μας «κατά συνθήκη ψεύδη» και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας… αλλά γι αυτό μας αγαπάτε και δεν μπορείτε χωρίς εμάς.

Άλλωστε και το λαϊκόν τραγουδάκι λέει «της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος, πότε κόλαση και πότε ο παράδεισος». Από τον παράδεισο ξεκινάτε από εκεί σαν ανοίγουμε την πόρτα και μετά σφυρίζουμε αδιάφορα λες και όλα αυτά που τυχόν συμβαίνουν σε εσάς από εμάς, είναι κάτι σαν σενάριο από το έργο «Οι ζωές των άλλων»

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με μία γυναίκα, όχι σαν όλες τις γυναίκες, ένα ξεχωριστό είδος που περνάει και καίει καρδιές, που κάνει τα κεφάλια των ανδρών να γυρνάνε σαν του ανεμοδείκτες και που μόλις την βλέπουν, περνάνε την παλάμη του χεριού τους να στρώσουν τα μαλλιά τους.

Τέλειωνε την Γαλλική Ακαδημία και ανηφόριζε τη Σκουφά. Μέχρι να φτάσει στο DOLCE είχε γίνει συναγερμός στο δρόμο από τα σφυρίγματα. Ανάλογα τα κέφι της καθότανε να πιει την πιο απίθανη σοκολάτα με σαντιγί που έφτιαχνε τότε η Αθήνα. Σταύρωνε τα ατέλειωτα πόδια της και άρχιζε να γίνεται ένα πηγαδάκι γύρω της από αρσενικά που την χάζευαν ή περίμεναν πότε θα αλλάξει σταυροπόδι για να χαζέψουν κάποιους πόντους παραπάνω σφιχτής σάρκας που εκείνη επίτηδες άφηνε να φαίνεται.

Άλλες φορές πήγαινε μέχρι την Πλατεία Κολωνακίου στον ΜΠΙΝΤΕ, πέρναγε μπροστά από του Μπόκολα, έκοβε κίνηση, αν δεν της άρεσε, πήγαινε στη Λυκόβρυση σταματώντας σε ένα σωρό χαιρετούρες φίλων. Αν της έκανε κέφι η παρέα καθότανε, διαφορετικά διάλεγε ένα κεντρικό τραπεζάκι να κάτσει μόνη της, σνομπάροντας όλους αυτούς που ξερογλειφότανε, επιλέγοντας αυτή ποιος ή ποια παρέα θα μοιραστεί το τραπέζι της. Τα γκαρσόνια την ξέρανε και την πειράζανε, πηγαίνοντάς της χαιρετούρες από τα διπλανά ή πιο απομακρυσμένα τραπέζια.

Ούτε που μπορούσε να το φαντασθεί ο δικός μας ότι θα έπεφτε το μάτι της πάνω του και θα της άρεσε. Ούτε που μπορούσε να το φαντασθεί ότι θα βγαίνανε ραντεβού, ότι θα τα φτιάχνανε, ότι θα τον ερωτευότανε, ότι θα έκανε σαν τρελή γι αυτόν και τελικά θα ανεβαίνανε τα σκαλιά της εκκλησίας εν χορδές και τυμπάνοις… Αλλά ούτε μπορούσε να φαντασθεί τι θα συνέβαινε μετά από κάμπoσα χρονάκια…
(συνεχίζεται...)