14 February 2009

Ax!!… Εμείς οι γυναίκες

της Ισμήνης

8. Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά


Τριάντα χρόνια παντρεμένοι ο κύριος Μενέλαος και η κυρία Μαριάνθη και δεν έχει αλλάξει ούτε ένα τόσο δα από τις συνήθειές της. Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται και έτσι είναι. Τα καλύτερα λόγια έφερε η προξενήτρα στο σπίτι του Μενέλαου για την Μαριάνθη. Όμορφη … όχι ακριβώς αλλά δεν θα κοιτάμε και λεπτομέρειες πια. Τσουποτούλα, μεταφραζόμενο σε σκερτσόζα, με την προικούλα της, μεταφραζόμενο σε ρίζες ελιές, άρα και το λάδι της χρονιάς και 2 ρίζες χοντρολιές που ξέρει να τις κάνει φαγώσιμες να γλύφεις τα δάχτυλα σου.

Αλλά πάνω απ’ όλα νοικοκυρά με Ν κεφαλαίο. Όλα τα έχει μάθει και όλα τα κάνει, μπορεί να φέρει βόλτα ένα σπίτι και να κουμαντάρει όλη τη φαμίλια. Κεντάει, πλέκει, μαντάρει, ράβει όλα τα κάνει. Ντύνει στολίζει νοικοκυρεύει σαν την παλιά διαφήμιση της Πειραϊκής–Πατραϊκής με τη Ρένα Ντορ. Στη δε μαγειρική άφταστή … η Θεσσαλονίκη έχει πια να λέει για τα σουτζουκάκια και τα ντολμαδάκια της Μαριάνθης!

Ο Μενέλαος μεγάλωσε σε ένα σπίτι χωρίς μάνα, έφυγε νωρίς και άφησε τον πατέρα να αναστήσει 3 αγόρια. Τι να σου πρωτοκάνει ο άνθρωπος, να δουλέψει; Να κάνει την μάνα; Να κοιτάξει και λιγάκι τον εαυτό του; Έτσι τα αγόρια μεγαλώσανε σε ένα σπίτι που βασίλευε η αταξία και η τσαπατσουλιά.

Του άρεσε όμως και του έλειπε η νοικοκυροσύνη και ζήλευε τους φίλους του που ήταν σιδερωμένοι στην τρίχα και τα σπίτια τους λάμπανε από καθαριότητα. Αλλά είπαμε!

Οπότε, όταν του είπε η προξενήτρα για τις φανερές χάρες της Μαριάνθης (οι κρυφές φανερώνονται μετά τον γάμο), αμέσως είπε το ναι! Παντρευτήκανε και όλο καμάρι πια η Μαριάνθη άρχισε να στολίζει ο σπίτι τους, με τα προικιά που πολλά είχε φτιάξει με τα χεράκια της. Άλλα ήτανε από την μάνα της που η μάνα της τα πήρε από τη δική της μάνα και πάει λέγοντας.

Έστρωσε στο πάτωμα τα χειροποίητα χαλιά και για να πούμε την αλήθεια ήταν πολύ όμορφα. Κρίμα όμως ήταν να πατηθούνε τα ανεκτίμητα χαλιά και από πάνω έστρωσε κουρελούδες πλεγμένες στο αργαλειό που τις είχε η μάνα της από την προίκα της.

Κρίμα όμως ήταν να πατηθούνε αυτές οι κουρελούδες που η μάνα τις είχε φυλάξει και από πάνω έστρωσε κάτι τουλουπάνια που δεν την ένοιαζε πια αν γεμίσουνε λάσπες, αρκεί οι κουρελούδες από κάτω και τα χαλιά από πιο κάτω να μην πάθουνε τίποτα.

Στο σαλόνι και την καλή τραπεζαρία τα καθίσματα με τη βελούδινη ταπετσαρία τους έφτιαξε καλύμματα, αλλά για να μην σκονίζονται τα καλύμματα τα σκέπασε με κάτι μάλλινα χράμια. Το κρεβάτι τους στρωμένο με τα κεντημένα σεντόνια που αστράφτανε καθαριότητα και μύριζαν λεβάντα και μόσχο.

Πάνω από το ατλαζένιο πάπλωμα έβαλε μια μάλλινη μπατανία να μην λερώσει και πάνω από την μπατανία μια ψιλή κουβερτούλα να προφυλάσσει την μπατανία που προφύλασσε το πάπλωμα να μην λερωθεί! Στράβωσε ο Μενέλαος όταν τα είδε όλα αυτά τα καλύμματα επί των καλυμμάτων.

-Βρε κοκόνα μου, λέει της Μαριάνθης, άστα όπως είναι τα έπιπλα και τα χαλιά να τα βλέπουμε, να χαιρόμαστε.
-Τι λες Μενέλαε μου, του απάντησε, άμα έρτει κόσμος θα σηκώσω όλα αυτά τα καλύμματα και θα διείς θα είναι όλα του κουτιού, σαν να τα πήραμε εχτές.

Και πάλι δεν του καλάρεσε, αλλά δεν είπε τίποτα σκεπτόμενος το χάλι που είχε το σπίτι που μεγάλωσε και ο παράδεισος που βρισκότανε τώρα, κι ας ήτανε φασκιωμένος με τουλουπάνια και χράμια.

Έλα όμως που η Μαριάνθη όσο πέρναγαν τα χρόνια γινότανε όλο και περισσότερο υποχόνδρια με την καθαριότητα. Από την είσοδο του σπιτιού, στον αντρέ, υποχρέωνε όλη την οικογένεια να βγάλει τα παπούτσια και τις κάλτσες, να βάζει άλλες κάλτσες να πατάνε πάνω σε πατάκια που είχε δίπλα στις κάλτσες του καθενός και έτσι να κυκλοφορούν μέσα στο σπίτι, σέρνοντας τα πόδια τους με τα πατάκια από κάτω. Αν ξέφευγε του Μενέλαου ο συντονισμός, να σέρνει τα πόδια του βάδην πάνω στα πατάκια, τότε κόντευε να σκοτωθεί ο άνθρωπος.

Κάπνιζε ο Μενέλαος την πίπα του; Ήταν υποχρεωμένος να καπνίζει σε ένα συγκεκριμένο χώρο, μπροστά στο συγκεκριμένο τραπεζάκι που ήταν καλυμμένο με το σεμέν σταυροβελονιά, πάνω δε από το σεμέν ήταν ένα άλλο σεμέν με κόφτο κέντημα και από πάνω ένα εμπριμέ κομμάτι ύφασμα για να μην πέσουν οι στάχτες και λερώσουν το σεμέν με το κοφτό κέντημα που προστάτευε το σεμεν με την σταυροβελονιά.

-Σήκωσε τα πόδια σου Μενέλαε να σαρώσω την στάχτη που σου έπεσε!
-Δεν προσέχεις Μενέλαε, να βγαίνεις πια στο μπαλκόνι να καπνίζεις.

Κάθε είδους και χρώματος σεμεδάκι με κοφτό κέντημα ή ανεβατό, σκέπαζε την ηλεκτρική κουζίνα το ψυγείο και το πλυντήριο, για να μην σκονιστούνε.

Κάθε μέρα σκούπιζε, κάθε μέρα ξεσκόνιζε. Είχανε λειώσει πια τα έπιπλα από το πολύ τρίψιμο. Αν τύχαινε δε να έχει δουλειά νωρίς το πρωί και έπρεπε να φύγει από το σπίτι, σκούπιζε και ξεσκόνιζε στις 10 το βράδυ για να μην παραλείψει την καθαριότητα της επομένης.

Κάθε πρωί άνοιγε τέντα τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες να αεριστεί το σπίτι και τα έκλεινε λίγο προτού γυρίσουν από το σχολείο τα παιδιά. Άντε μετά να ζεσταθεί αυτό το σπίτι, μονίμως παγωμένο ήτανε. Ξεσήκωνε κάθε μέρα τα σεντόνια και τις κουβέρτες και τις αέριζε επί ώρες στο μπαλκόνι, λες και αυτοί που κοιμότανε σε αυτά ήταν φυματικοί.

Αλλά όταν έμπαινε στην κουζίνα η Μαριάνθη πετάγανε τα χέρια της και εκεί έκανε τα θαύματα της.

Και πέρασαν τα χρόνια, οι άνθρωποι γεράσανε αλλά η Μαριάνθη εξακολουθούσε να σκεπάζει τα έπιπλα και τα χαλιά και τα κρεβάτια με κουρελούδες, τουλουπάνια, μπατανίες κουβέρτες και χράμια. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια … καλή η καθαριότητα αλλά κάπου «το περίσσιο χαλάει το ίσιο».

Υπήρξανε φορές που αναπόλησε ο Μενέλαος την ακαταστασία του δικού του σπιτιού και ξαναείπε της Μαριάνθης:

-Βρε κοκόνα μου, βγάλε πια αυτά τα καλύμματα από παντού να χαρούμε τα έπιπλα και τα χαλιά μας, να τα δούμε πια πως είναι και τι χρώμα έχουν.
-Τι λες Μενέλαε μου, του απάντησε, άμα έρτει κόσμος θα σηκώσω όλα αυτά τα καλύμματα και θα διείς θα είναι όλα του κουτιού, σαν να τα πήραμε εχτές.