15 March 2009

Perjalanan 3

Σιγκαπούρη, 21-7-1990




Ήμουνα ο πρώτος που ξύπνησε, και με έντονες ακόμη τις εντυπώσεις της προηγούμενης βραδιάς, έσπευσα να πάω στη βεράντα να ξαναχαρώ, μέρα αυτή τη φορά, το θαυμάσιο τροπικό περιβάλλοντα χώρο του ξενοδοχείου. Κάτω στην αυλή ορθώνονται άγνωστα είδη φοινικοδένδρων με κόκκινους, λείους, γυαλιστερούς κορμούς, που τους κάνουν να μοιάζουν με προϊόντα βιομηχανίας πλαστικών. Παραπέρα, ένα επίσης άγνωστο είδος μεγάλου δένδρου είναι καταφορτωμένο με κάθε είδους παρασιτικά φυτά.Επάνω στον κορμό του κλαρώνει ένα είδος φυλλόδενδρου, που μοιάζει με τον "πόθο το χρυσοποίκιλτο" - γνωστό φυτό εσωτερικού χώρου στην Ευρώπη - όμως με φύλλα διαμέτρου έως τριάντα εκατοστά. Στα φύλλα του γιγαντιαίου αυτού κισσού παιχνιδίζουν δεκάδες πουλιά, που μοιάζουν με τα δικά μας τα σπουργίτια. Στον ίδιο κορμό υπάρχουν δεκάδες είδη φτέρης μεταξύ των οποίων και το είδος Asplenium ή bird nest, επίσης γνωστό σε μας ως φυτό εσωτερικού χώρου. Μέσα απ' αυτό ξεπετάγεται ένα μαύρο πουλί με κίτρινη μύτη, που μοιάζει με κότσυφα και μόνο από τη λαλιά του αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για κάτι άλλο.

Οταν ξύπνησε και ο Γιάννης, κατεβήκαμε κάτω στο χώρο του πρωινού. Η αίθουσα ήταν επίσης πολύ περιποιημένη και διακοσμημένη σε γιαπωνέζικο στυλ με άνθη και κλαριά, επάνω στις αισθητικές αρχές της ikebana. Οταν καθίσαμε, ήρθε να μας εξυπηρετήση κάποιος καλοντυμένος με ευρωπαϊκά πρότυπα νεαρός κύριος. Μας συστήθηκε ως ο manager του ξενοδοχείου και μεταβίβασε τις επιθυμίες μας στους σερβιτόρους. Επειτα, με πολύ ευγένεια, μας ζήτησε την άδεια να προγευματίση μαζί μας, για να γνωριστούμε. Εμείς χαρήκαμε για την ευκαιρία αυτή, γιατί ένας από τους στόχους του ταξιδιού ήταν να γνωρίσουμε από κοντά τις κοινωνίες αυτές. Αφού μας ρώτησε τα συνηθισμένα:


  • Από που έρχεσθε;
  • Που πάτε;
  • Πρώτη φορά στη Σιγκαπούρη;
  • Σας αρέσει; κλπ.,
πιάσαμε μια εκτεταμένη κουβέντα, για το τι ενδιαφέροντα μπορούσαμε να δούμε, στις δύο μέρες που διαθέταμε και μας έδωσε και κάποιες διευθύνσεις στην Ινδονησία, για να εξυπηρετηθούμε, όταν θα φθάναμε. Αυτό, θα έλεγα, ήταν η αρχή, στην οποία στηρίχθηκε όλο το υπόλοιπο ταξίδι. Κάθε φορά δηλαδή που βρισκόμασταν σ' ένα τόπο, συλλέγαμε πληροφορίες και μετά πηγαίναμε στον επόμενο.

Μετά το πρωϊνό πήγαμε με ένα ταξί σ’ένα γραφείο ταξιδίων, που μας είχε συστήσει κάποιο πρακτορείο στην Αθήνα και ζητήσαμε τον κύριο Lee, έναν Ινδονήσιο κινεζικής καταγωγής, ο οποίος θα φρόντιζε τα αεροπορικά εισιτήριά μας από τη Σιγκαπούρη στη Σουμάτρα και την Ιάβα. Με χαρακτηριστικά χαμόγελα και υποκλίσεις, όπως μόνο στη "Butterfly" έχω δει, μας υποδέχθηκε και μας εξυπηρέτησε. Η συνάντηση αυτή ήταν απαραίτητη, γιατί κάποια αρχικά σχέδια πτήσεων είχαν αλλάξει, και το γραφείο ταξιδίων, όπου βγάλαμε τα εισιτήρια στην Αθήνα, μας είχε συστήσει να κάνουμε τις τροποποιήσεις αυτές στο συνεργαζόμενο πρακτορείο στη Σιγκαπούρη.

Ο κος Lee μας έκλεισε και ξενοδοχείο στο Medan - την πρώτη πόλη της Ινδονησίας που θα συναντούσαμε - καθώς επίσης μας έδωσε και άλλες χρήσιμες και μη πληροφορίες. Όπως και αργότερα διαπιστώσαμε, οι πληροφορίες εδώ κάτω δεν είναι ούτε σαφείς ούτε ασφαλείς, με την έννοια που δίνουμε στην Ευρώπη. Οταν π.χ. του είπαμε ότι θέλουμε να πάμε στο Ujung-Kulon, περιοχή η οποία έχει χαρακτηρισθή ως διατηρητέο φυσικό περιβάλλον, μας το απέκλεισε ως απαγορευμένη τοποθεσία, πράγμα που απεδείχθη μόνο εν μέρει σωστό.

Επίσης το αεροπορικό ταξίδι από το Medan στο Padang μας είπε ότι γίνεται μόνο μέσω Σιγκαπούρης, ενώ υπήρχε (πιθανώς μη προγραμματισμένη) πτήση κατ' ευθείαν Medan -Padang. Και πάλι πρέπει να το πω, ότι μείναμε έκπληκτοι από την πολυτέλεια του χώρου εργασίας στο πρακτορείο ακόμη και από την πολυτέλεια του ανελκυστήρα του μεγάρου. Χωρίς να πάψουμε να θαυμάζουμε το κάθε τι, κάναμε μια βόλτα στα καταστήματα κάτω από τη σκιά υπερμοντέρνων και πανύψηλων κτηρίων στην Orchard Road και γύρω απ' αυτήν.

Επίσης έγιναν αγορές film και άλλων απαραίτητων για το ταξίδι ειδών. Στις συναλλαγές μας με τα καταστήματα μοιραίως ήρθαμε σε επαφή και με το ανατολίτικο παζάρι. Είχα βεβαίως ακούσει πολλά γι' αυτό από άλλους ταξιδιώτες, αλλά η πραγματικότητα ήταν ακόμη πιο απίθανη. Φαντάζομαι, ότι μπορείς εδώ να αγοράσης πράγματα που δεν είχες σκεφθή ποτέ, μόνο και μόνο επειδή έχουν την τέχνη να σου τα παρουσιάζουν ότι είναι η μοναδική ευκαιρία της ζωής σου. Μια σκηνή τέτοιου παζαριού θα μπορούσε να ήταν η εξής:


- Πάρτε κύριε αυτή τη φωτογραφική μηχανή, είναι πάμφθηνη. Μόνο 5O δολλάρια!

- Ευχαριστώ δεν χρειάζομαι
- Ελάτε, θα σας κάνω μια καλύτερη τιμή.

- Μα σας είπα δεν χρειάζομαι.

- Είναι η τελευταία και μπορώ να σας τη δώσω μόνο 3O δολλάρια...


Το παζάρι συνεχίζεται και η τιμή όλο και κατεβαίνει. Αφού πλέον φεύγεις και απομακρύνεσαι καμιά δεκαριά βήματα, έρχεται από πίσω σου και σου λέει.


- Είναι κρίμα να την αφήσετε. Σχεδόν τζάμπα τη δίνω, πάρτε τη για δέκα δολλάρια.

Τελικώς ακόμα και αν έχης μηχανή, λες μέσα σου: Ας πάρω άλλη μία και την κάνω κάπου δώρο.

Παρά την εξέλιξη της Σιγκαπούρης φαίνεται ότι το παζάρι δεν απεβλήθη από τις συνήθειες του λαού. Η ζέστη δεν είναι φοβερή. Η θερμοκρασία μόλις αγγίζει τους 29 βαθμούς, αλλά η φοβερή υγρασία, η οποία φθάνει το 95%, φέρνει ίδρωμα και το ίδρωμα δίψα. Ετσι αναζητούμε κάπου στην Orchard Road ένα συμπαθητικό κεντράκι με καθίσματα έξω και λέμε να πάρουμε ένα αναψυκτικό.

Πλησιάζοντας βλέπουμε ότι έχει και φαγητό. Ο κατάλογος έχει τεράστια ποικιλία από φαγώσιμα που, παρ’ ότι είναι στα αγγλικά γραμμένος, μας είναι άγνωστα. Το μόνο που μας μένει, είναι να διαλέξουμε στην τύχη. Μας έρχονται κατ' αρχήν δύο περίεργα ποτά. Το ένα σερβιρισμένο σε ψηλό κυλινδρικό ποτήρι και περιέχει ένα γαλακτόχρωμο υγρό με γεύση από γάλα καρύδας, ενώ μέσα αιωρούνται κάτι πράσινα μακρόστενα πράγματα σαν μακαρόνια με απροσδιόριστη γεύση. Το άλλο ποτό έχει προσφερθή, σε κολονάτο ανοιχτό ποτήρι, σαν μπολ και έχει μέσα... και τι δεν έχει δηλαδή. Ούτε που μπορώ να καταλάβω τελικώς.

Μέσα σ' ένα ημιδιαφανές καφετί ζουμί, αιωρούνται ένα σωρό υλικά. Περιέχει κάτι στρογγυλά σαν φουντούκια αλλά χωρίς γεύση και με μια γλοιώδη αφή στη γλώσσα. Περιέχει επίσης βόλους από παγάκια και άλλα φαγώσιμα, που μου είναι αδύνατο να τα προσδιορίσω. Το πρώτο το έχω παραγγείλει εγώ, το δεύτερο ο Γιάννης. Τελικώς τα ανταλλάσσουμε, γιατί ο φίλος μου δεν αντέχει το δικό του, χωρίς όμως να βρη το δικό μου καλύτερο, ώστε να αναγκασθώ στο τέλος να τα καταναλώσω και τα δύο...

Ασφαλώς δεν το έκανα για να μην πάνε χαμένα, αλλά ήμουν αποφασισμένος να μην αφήσω εμπειρία, που σχετίζεται με αυτό το ταξίδι να χαθή, έστω και αν επρόκειτο για μία ασυνήθιστη ή ακόμη και αηδιαστική γεύση. Το φαϊ που ακολούθησε ήταν αντιθέτως μια πανδαισία γευστικών απολαύσεων. Θα διαφωνήσω με πολλούς που εντάσσουν το φαϊ στις κατώτερες απολαύσεις. Τόσο το φαΐ όσο και ο έρωτας όταν ικανοποιούν μόνο την “πείνα”, αφορούν μόνο τον ενστικτώδη κόσμο μας. Τότε όμως αυτό που νοιώθεις, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Όταν οι αισθήσεις, οι οποίες είναι οι μεσολαβητές για να δώσουν στο πνεύμα μας τα μηνύματα του υλικού κόσμου, τα απορροφούν οι ίδιες, τότε αυτά δεν φθάνουν ποτέ στην ανώτερη σφαίρα μας. Το φαϊ μένει μέσο συντηρήσεως, ο έρωτας μια ενστικτώδης εκτόνωση.

Ενα κομμάτι ξύλου πριν λαξευθή αποκτάει μορφή στην φαντασία ενός γλύπτη. Κάθε ξέσμα τον φέρνει πιο κοντά στο πνευματικό του βίωμα και με τις άκρες των δακτύλων περνάει από την κάθε επιφάνεια, από την κάθε καμπύλη, για να βεβαιωθή ότι συμφωνεί με την αισθητική του αντίληψη. Το έργο του ζωγράφου είναι τα χρώματα και οι μορφές. Ομως στον ίδιο έχει γίνει προηγουμένως μια ολόκληρη διεργασία. Αυτό που βλέπουμε είναι μόνο το προϊόν. Απλοί αποδέκτες χρησιμοποιούν μόνο την όραση, βαθύτεροι στοχαστές μπαίνουν πίσω από την επιφάνεια του καμβά. Ο συνθέτης κάνει μουσική το κελάρισμα του νερού, το φύσημα του ανέμου, το θρόισμα των φύλλων ή τη φουρτούνα μιας μανιασμένης θάλασσας.

Αυτό που φθάνει σε μας, γίνεται σε διάφορα επίπεδα αντιληπτό. Υπάρχουν όμως μερικοί, που πλησιάζουν αυτό που ο ίδιος ο δημιουργός έζησε. Οι αισθήσεις δημιουργούν ερεθίσματα στον καλλιτέχνη, για να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου μέσα στην ψυχή του. Το αποτέλεσμα, μας το δίνει πάλι μέσω των αισθήσεων, και έτσι δημιουργείται ο δίαυλος που ενώνει τη συνείδηση μας με τη δική του. Δεν θα μπορούσαν άραγε να υπάρχουν και καλλιτέχνες, οι οποίοι να δημιουργούν χρησιμοποιώντας τη γεύση και την όσφρηση και τα δημιουργήματά τους να τα αποδίδουν πάλι μ' αυτές; Δεν θα μπορούσε άραγε, ένα γεύμα να θεωρηθή σαν μια οπτική, αρωματική και γευστική συμφωνία; Μήπως οι κάτοικοι εδώ της Ανατολής έχουν φθάσει εμπειρικά σ' αυτό το συμπέρασμα;

Αυτές τις σκέψεις έκανα, βλέποντας με τι τέχνη γαρνίριζαν τα πιάτα, τι ποικιλίες γεύσεων και αρωμάτων δημιουργούσαν με τα διάφορα καρυκεύματα και τα άλλα υλικά. Αυτό, φαίνεται, το έχουν καλλιεργήσει ιδιαιτέρως στις χώρες της Ανατολής, από τα χρόνια που οι ηγεμόνες στα μέρη αυτά είχαν αναγάγει την απόλαυση σε επιστήμη. Στις δυτικές κοινωνίες, όπου έχουν μπει σιδηρόφρακτα όρια χρόνου για κάθε μας δραστηριότητα, έχει γίνει το φαΐ βιολογική σκοπιμότητα.

Τα πολλά μπαχαρικά μας άναψαν και σβήσαμε την δίψα μας με μία κρύα μπύρα. Δεν μας έφθανε όμως αυτό, αλλά παραγγείλαμε και μία πολυώροφη τροπική σαλάτα φρούτων. Είναι και αυτό μία μορφή απληστίας που σε πιάνει, όταν ταξιδεύεις μακρυά, αλλά εδώ γίνεται εντονότερη, λόγω του συνεχούς βομβαρδισμού από άγνωστες δυνατότητες που συναντάς.

Βαριά φορτωμένοι γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, μετά από οκτάωρο σεργιάνι μέσα στους δρόμους και τα πάρκα της απίθανης αυτής πόλεως. Είχαμε πάρει αμέτρητες φωτογραφίες από πάρκα, λίμνες με νούφαρα και πρωτόγνωρα λουλούδια. Εκείνο που μόνο στη μνήμη μας μπορούσαμε να αιχμαλωτίσουμε, ήταν η υγρή θερμή ατμόσφαιρά της, η ελαφριά μυρουδιά από μούχλα ανακατεμένη με το άρωμα των λουλουδιών και των μπαχαρικών από τα διάφορα υπαίθρια εστιατόρια, καθώς και η διάθεση που έχεις, όταν βρίσκεσαι για πρώτη φορά σ' ένα τέτοιο παραμυθένιο μέρος. Χαρακτηριστικό είναι ότι κάπου και εγώ και ο Γιάννης, θαυμάζαμε κάποιο απροσδιόριστο άρωμα στην ατμόσφαιρα, όταν ο φίλος μου αναφώνησε δείχνοντας μου ένα δοχείο με σκουπίδια.
- Θύμιο! Νομίζω ότι τα σκουπίδια τους μοσκοβολούν έτσι. Καθόλου περίεργο πράγματι να αρωματίζουν τα σκουπίδια τους. Είναι τέτοιος ο πλούτος που υπάρχει σ' αυτή την πόλη, που δεν το θεωρώ απίθανο. Το βράδυ η Σιγκαπούρη ήταν λουσμένη στα πολύχρωμα φώτα. Το πολυτελές ταξί μας άφησε εμπρός από το πολυτελές ξενοδοχείο Mandarin. Περνώντας μέσα στην αίθουσα υποδοχής συναντούσες όλο το Jet Set των πέντε ηπείρων. Κύριοι με φρεσκοσιδερωμένα κοστούμια από μετάξι που συνόδευαν ντάμες σε μεγάλη απογευματινή εμφάνιση, καθώς και σαρικοφόροι Ινδοί ευγενείς με μελαμψές καλλονές που φορούσαν αραχνοΰφαντα, χρυσοκέντητα Sari, πηγαινοέρχονταν ή στέκονταν σε μικρές ομάδες επάνω στο γυαλιστερό δάπεδο της φωταγωγημένης αίθουσας.

Ο υπεραυτόματος ανελκυστήρας μας ανέβασε στην πρώτη ταράτσα, όπου υπήρχε μία όμορφη φωτισμένη πισίνα με θαλασσί εμαγιέ πλακάκι. Το πορτοκαλόχρωμο τροπικό φεγγάρι είχε αρκετά ανεβή, για να καθρεφτίζεται μέσα στα νερά της. Μία όμορφη κοπέλα με παραδοσιακή φορεσιά μας οδήγησε με πολλά χαμόγελα και χαριτωμένα μικρά βηματάκια στο τραπέζι μας, που όπως όλα τα άλλα ήταν διάσπαρτα γύρω από την πισίνα και εμπρός από μία υπαίθρια σκηνή. Από το πρωί είχαμε δει μία διαφήμιση για κάποια παραδοσιακή παράσταση και δεν διστάσαμε να κλείσουμε τραπέζι.
Έτσι, αφού ξεκουραστήκαμε στο ξενοδοχείο από την πολύωρη περιπλάνηση, δροσιστήκαμε μ’ένα μπάνιο, πήραμε ένα ταξί και ήρθαμε.


Περιμένοντας να αρχίση η παράσταση, απολαμβάναμε το πολυτελές περιβάλλον, ενώ μας ήρθε και ένα εξωτικό ποτό που περιλαμβανόταν στην τιμή. Ήταν ένα cocktail από χυμούς φρούτων, με ένα μαρασκίνο και ένα φύλλο δυόσμο περασμένα σε μία πλαστική κόκκινη οδοντογλυφίδα, η οποία κατέληγε σε ένα κινέζικο ιδεόγραμμα. Τα παγάκια που είχε μέσα, συμπλήρωναν την δροσερή εντύπωση. Ήξερα πως έπρεπε να απολαύσουμε αυτή την πολυτέλεια, γιατί μας περίμεναν περιπετειώδεις μέρες αφήνοντας αυτόν τον τελευταίο -για μας- σταθμό του πολιτισμού, για ένα ταξίδι μέσα στο άγνωστο.
Η παράσταση άρχισε και μέσα σε μία ώρα ξεναγηθήκαμε στους τοπικούς χορούς όλων των περιοχών της Άπω Ανατολής. Μία Ινδή, βαριά στολισμένη, χόρεψε με τις χαρακτηριστικές πλαστικές κινήσεις των χεριών και των ματιών ένα χορό της πατρίδας της. Κατόπιν ακολούθησε μία κινέζικη ομάδα.μια μπαλινέζικη, ταϊλανδέζικη, φιλιππινέζικη, και τέλος μία μαλαισιανή.

Όταν τελείωσε η παράσταση, οι χορεύτριες και οι χορευτές ξεχύθηκαν μέσα στους θεατές και ζήτησαν να χορέψουν μαζί τους. Έτσι βρεθήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε στη σκηνή με δύο κοπέλες, νομίζω από την Ταϊλάνδη. Αργότερα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αντιληφθήκαμε ότι αυτό δεν ήταν ιδιαιτερότητα εκείνης της βραδιάς στο Mandarin Hotel αλλά έθιμο σε όλη την Άπω Ανατολή. Μάλιστα νομίζω επεκτείνεται και μέχρι την Πολυνησία, γιατί το είχα δει κάποτε στην Αθήνα, στο Ηρώδειο, σε μία χορευτική ομάδα από την Ταϊτή, αλλά δεν είχα τότε δώσει σημασία.


Έφυγα γοητευμένος από το χαριτωμένο αυτό "επεισόδιο", έχοντας ακόμη ζωντανή την εντύπωση από εκείνο το κουκλίστικο προσωπάκι, που δεν έπαψε ούτε στιγμή να χαμογελάη, όταν συναντιόντουσαν τα βλέμματά μας, αφήνοντας κάθε φορά να φαίνονται δύο σειρές μαργαριταρένια δόντια. Ακόμη περισσότερο δεν θα ξεχάσω, πως στο τέλος του χορού με ευχαρίστησε, χαιρετώντας με με τον τοπικό χαιρετισμό, κάνοντας μία ελαφρά υπόκλιση και φέρνοντας τις παλάμες ενωμένες στο πρόσωπο της...