19 March 2009

Perjalanan 5

Στη ράχη της Σουμάτρα Ι






Οι τουρμπίνες του jet της «Garuda Air Lines», εθνικού αερομεταφορέα της Ινδονησίας, βούιζαν ήδη πανέτοιμες για την εκκίνηση, όταν δόθηκε η εντολή να επιβιβαστούμε. Από το χώρο αναμονής περάσαμε, μέσα από την εναέρια κλιματιζόμενη στοά, κατ’ευθείαν στο εσωτερικό του αεροπλάνου. Χαρωπές, με το γνωστό άπω-ανατολίτικο χαμόγελο και το ινδονησιακό καλωσόρισμα «selamat datang», μας υποδέχονταν δύο αεροσυνοδοί ντυμένες με τοπική μπλε εμπριμέ ενδυμασία.

Καθηλωμένος τώρα στη θέση μου αισθάνομαι στενόχωρα, μη μπορώντας να καταλαγιάσω την χθεσινοβραδινή ένταση από την προετοιμασία, η οποία συνεχίστηκε και σήμερα το πρωί. Απoβραδύς ανασυνταχθήκαμε. Κοιτάξαμε με σχολαστικότητα όλα τα χαρτιά (διαβατήρια, εισιτήρια, διευθύνσεις, χρήματα κ.λπ.), τα φάρμακα και γενικώς όλα τα εφόδια και τα ανασυσκευάσαμε. Οι πληροφορίες μας έλεγαν, ότι η Ινδονησία είναι πολύ αυστηρή χώρα. Θα έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί και καθ’ όλα εν τάξει, για να μην έχουμε προβλήματα καί με τις αρχές.


Εμένα προσωπικώς με απασχολούσε ένα ολόκληρο σακκί από ασυνήθιστα φάρμακα, τα οποία κουβαλούσα για τις διάφορες περιπτώσεις αδιαθεσίας, ασθενείας ή ατυχήματος. Στο τελωνείο θα ήταν δύσκολο να τους εξηγήσω, σε τι θα μου χρησίμευαν και ακόμη δυσκολώτερο να τους πείσω ότι δεν είχα σκοπό να τα εμπορευθώ. Σε πολλά μάλιστα βιβλία αναφέρεται, ότι οι τουρίστες που δέν ταξιδεύουν με γκρουπ στην Ινδονησία, παρατηρούνται με δυσπιστία.


Στο ξενοδοχείο, μετά το θαυμάσιο πρωινό - από το οποίο δεν έλειπε ποτέ ένα ποτό από τροπικά φρούτα - παραγγείλαμε ένα ταξί, το οποίο μας έφερε στο αεροδρόμιο αρκετά πιο νωρίς, ώστε να έχουμε ευχέρεια χρόνου. Εκεί θαυμάσαμε για άλλη μία φορά την τελειότητα της οργανώσεως του, τον πλούτο, τα ενυδρεία, τις “παιδικές χαρές”, για να απασχολούνται τα παιδιά κατά το χρόνο αναμονής, ακόμη και τον τεχνητό καταρράχτη για διακόσμηση στον κεντρικό χώρο. Η οργάνωση είναι τόσο τέλεια, ώστε βοηθούμενη και από τον υπερμοντέρνο ηλεκτρονικό εξοπλισμό, ο οποίος διατίθεται χωρίς φειδώ, λύνει όλα τα προβλήματα προσανατολισμού, στον απέραντο λαβύρινθο των δυνατοτήτων που σου διατίθενται.

Έτσι δεν δυσκολευθήκαμε καθόλου να βρούμε τη μικρή αίθουσα αναμονής, που είχε διατεθή για την πτήση μας. Μοντέρνος εξοπλισμός και αναπαυτικά καθίσματα καθώς και τηλεοπτική πληροφόρηση τουριστικού περιεχομένου, για να απαλύνεται η πλήξη των επιβατών έως την αναχώρηση, θεωρείται αυτονόητη άνεση στο Changi. Τα λίγα λεπτά που καθίσαμε εκεί, αισθανόμασταν σαν άλογα πριν από το derby, γεμάτοι ανυπομονησία να δοθή το σήμα για την εκκίνηση. Χωρίς να ανταλλάξουμε λέξη, νομίζω ότι ήμασταν και οι δύο γεμάτοι νεανική έξαψη και δίψα για την περιπέτεια...


Τι περίεργη και ανεξήγητη μανία; Ο πόθος μου για τα ταξίδια σιγοκαίει μέσα μου σαν τη χόβολη και αρκούν ένα ή δύο τυχαία γεγονότα ή μια ανάμνηση για να τον κάνουν να φουντώση, σαν τη φωτιά μιας ψησταριάς όταν στάζη το λίπος από τα’ αρνί. Ακολουθώντας τ’ αχνάρια της πορείας μου μέσα στο χρόνο, φθάνω στην παιδική ηλικία και θυμάμαι πόσο παρούσα ήταν από τότε αυτή η επιθυμία. Με βλέπω ακόμη ξαπλωμένο στο ντιβάνι, στο σπίτι του παππού στο Μώλο -ένα χωριό της Ρούμελης- στο «χειμωνιάτικο». Όταν οι κάψες του καλοκαιριού υποχωρούσαν, περνούσα ώρες ατέλειωτες βλέποντας τις χελιδονοφωλιές από το νότιο παράθυρο κάτω από το στέγαστρο της βεράντας.

Ήταν ο καιρός, που τα μικρά έκαναν τις πρώτες πρόβες στα νεοφύτρωτα φτερά τους. Μου έδιναν την ίδια εντύπωση πως όπως και εμείς τώρα, δεν έβλεπαν την ώρα να απελευθερωθούν από τη φωλιά, ν’ ανοίξη ο ορίζοντας τους, να κινηθούν στις τρείς διαστάσεις, να κάνουν το μεγάλο ταξίδι στον άγνωστο γι’ αυτά νέο κόσμο τους. Αργότερα μη μπορώντας να τα ξεχωρίσης από τα παλιότερα, μαζευόντουσαν όλο και σε μεγαλύτερες ομάδες στα τηλεγραφικά σύρματα απέναντι, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν μελανόχρωμες χάντρες από τεράστιο περιδέραιο. Ηταν η στιγμή που ένοιωθα μαζί τους, ήθελα να κάτσω και γω δίπλα τους να αισθανθώ λίγο από τον πυρετό της προετοιμασίας τους, λίγο από το χτυποκάρδι που φέρνει το ξεκίνημα για μια νέα ζωή.
Καθώς η μηχανή εγκαταλείπει το έδαφος της Σιγκαπούρης και εκτινάζεται σαν βέλος προς τα νέφη, ρίχνω κάτω μια τελευταία ματιά για να δω από ψηλά -μέρα αυτή τη φορά- τη θαυμάσια τούτη πόλη. Με βορειοδυτική πορεία περνάμε τώρα πάνω από τη Μαλαισία και κατευθυνόμαστε στις βορειοανατολικές ακτές της Σουμάτρα. Πυκνά σύννεφα καλύπτουν το οπτικό μας πεδίο και έτσι παρακολουθούμε το ταξίδι μέσω μίας πυξίδας, την οποία είχα πάρει μαζί με τον εξοπλισμό, για να μας βοηθήση στον προσανατολισμό μας μέσα στη ζούγκλα.


Τι φοβερό, σκέπτομαι, σε λίγο θα βρίσκομαι έξω από τον πολιτισμό! Εκεί όπου ακόμα βασιλεύει η ινδονησιακή τίγρη, η βασιλική κόμπρα, κοντά στους γίββωνες και τους ουραγκουτάγκους, εκεί όπου υπάρχουν ακόμη άγριες τροπικές ορχιδέες και όπου -άγνωστο πως- αισθάνομαι ότι υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού μου.


Στο αεροπλάνο παίρνουμε και το πρώτο μας ινδονησιακό γεύμα. Ολα όσα μας προσφέρουν είναι θαυμάσια αλλά η εντύπωση που μας κάνει ένα είδος κρεατόπιτας θα μείνη αξέχαστη. Έχει ένα περίεργο γέμισμα, από ένα καφετί ινώδες υλικό, σαν μαλλί, με ωραιότατη γεύση. Αργότερα μάθαμε, ότι το υλικό αυτό είναι αποξηραμένο και ειδικά παρασκευασμένο βοδινό κρέας. Για την πίττα αυτή μιλάμε ακόμη και σήμερα με το Γιάννη, όταν συναντιόμαστε, όπως και για πολλά άλλα παράξενα και θαυμαστά που ζήσαμε στην τεράστια και ποικιλόμορφη αυτή χώρα.


H Ινδονησία είναι πράγματι μία τεράστια και ποικιλόμορφη χώρα. Αποτελείται από 13667 νησιά. Ενα μικρό ποσοστό από αυτά είναι κατοικημένα. Εκτείνονται εκατέρωθεν και κατά μήκος του Ισημερινού για 5120 χιλιόμετρα. Αυτό αντιστοιχεί στην απόσταση Πορτογαλίας - Περσίας. Στα νησιά αυτά κατοικούν 188 εκατομμ. κάτοικοι, μοιρασμένοι σε 200 περίπου φυλές με ισάριθμες γλώσσες. Σε όλη την επικράτεια, έχουν επιβάλλει μέσω των σχολείων μία ενιαία γλώσσα, η οποία είναι μία απλοποιημένη παραλλαγή της μαλαϊκής. Υπάρχουν απέραντες πεδιάδες, που λειτουργούν ως ορυζώνες, καθώς και απρόσιτα - όλες τις εποχές του έτους - χιονισμένα βουνά. Μία ολόκληρη αλυσίδα από ηφαίστεια, σε κυκλική διάταξη, έδωσε στα νησιά την ονομασία "το δακτυλίδι της φωτιάς". Μόνο στην Ιάβα υπάρχουν 121 ηφαίστεια, εκ των οποίων τα 27 είναι ακόμη ενεργά.

Υπάρχουν μέρη, που ξεπερνούν σε πυκνότητα κατοίκων τις πλέον πυκνοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης, όπως η Ιάβα στην οποία ζουν 95 εκατομμ. κάτοικοι, εκ των οποίων 12 εκατομμ. μόνο στην πρωτεύουσα την Τζακάρτα. Αντιθέτως, υπάρχουν άλλα μέρη τελείως ακατοίκητα και αχαρτογράφητα ή όπου οι κάτοικοι τους δεν είναι ούτε πολιτογραφημένοι όπως η Βόρνεο ή η Νέα Γουινέα. Είναι πολύ δύσκολο να γίνη αντιληπτό, πώς είναι δυνατόν να διοικηθή αυτό το κράτος, όταν λάβουμε υπ’ όψη ότι οι φυλές που το κατοικούν, έχουν ασυμβίβαστα ακραίες πολιτιστικές, πολιτισμικές, γλωσσικές, θρησκευτικές ακόμη και βιολογικές διαφορές μεταξύ τους.

Δεν είναι διαφορές όπως μεταξύ Κροατών και Σέρβων ή Κρητών και Μακεδόνων αλλά τέτοιες όπως των εξαιρετικά ανεπτυγμένων Ινδονησίων κινεζικής καταγωγής και των κατοίκων του Ινδονησιακού τμήματος της Νέας Γουϊνέας, οι οποίοι ζουν ακόμη στην λίθινη εποχή ή μεταξύ των φτωχότερων αλλά επίσης πολύ ανεπτυγμένων πολιτισμικά Μαλαίων και των Πουνάν, αγρίων νομάδων στις απρόσιτες ζούγκλες της Βόρνεο. Ισως είναι ένα μήνυμα για μας, τις λεγόμενες πολιτισμένες χώρες της Δύσεως, που μας λέει ότι είναι δυνατόν να υπάρξη συμφωνία, ειρηνική συμβίωση και αρμονία ακόμη και σε τόσο ακραίες συνθήκες αντιθέσεων.


Σκεφθήτε, πόσο αδικαιολόγητα δυσκολεύονται να διοικήσουν οι πολιτικοί μας τούτο εδώ τον τόπο, ο οποίος έχει μία θρησκεία, μία γλώσσα, ενιαία παράδοση, ουσιαστικά μία φυλή και ο πληθυσμός του είναι όσος ο πληθυσμός της Jakarta. Υπάρχει ένα δόγμα στην κυβέρνηση τους να αναζητούν την "ενότητα στην ποικιλία". Μου θυμίζει έναν ορισμό γιά την τέχνη, που είχε δώση κάποιος καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Τέχνη, έλεγε, είναι «η ενότης εν τη ποικιλία». Τότε, μαθητής γυμνασίου ακόμη, παρ’ ότι ενδιαφερόμουνα ζωηρά για τις καλές τέχνες, δεν είχα καταλάβει τον σιβυλλικό αυτό ορισμό. Σήμερα ξέρω, ότι εννοούσε, αυτό που λέμε τεχνοτροπία, αυτό που λέμε στύλ. Αρκεί να δής ένα έργο ενός ζωγράφου, για να αναγνωρίζης την ταυτότητα του σε οποιοδήποτε άλλο. Ο ζωγράφος, ο ποιητής, ο συνθέτης πρέπει να περιττεύη να βάλη την υπογραφή του σε κάποιο έργο του. Το ίδιο το έργο του είναι η υπογραφή του.


Αυτή η έννοια του στυλ, μπορεί να επεκταθή. Υπάρχουν άνθρωποι με στυλ που σημαίνει ότι το σύνολο των εκδηλώσεών τους, που αποτελεί το χαρακτήρα τους, είναι κάτι το ξεχωριστό, κάτι το προσωπικό, κάτι που χαρακτηρίζει αυτούς και μόνον. Κατά τον ίδιο τρόπο ένας λαός για να μπορέση να υπάρξη, πρέπει να έχη ένα στυλ. Από αυτό το στυλ προκύπτουν μετά οι παραδόσεις, τα έθιμα, τα τραγούδια του και η συνοχή του και τη διατήρηση αυτού του στυλ πρέπει να επιδιώκη για να μην διαλυθή. Αυτό, πιστεύω, αναζητάει και η νεώτερη Ινδονησία, με το δόγμα που έχει διατυπώσει, για να μπορέση να βρη σιγά σιγά την ενότητα στην καινούργια αυτή Βαβέλ. Λαός και κυβέρνηση φαίνεται ότι συνεργάζονται γι’ αυτήν την ιδέα και υπάρχει πρωτοφανής ανεκτικότητα και αλληλοσεβασμός μεταξύ ακόμη και των εξαιρετικά διαφορετικών φυλετικών ομάδων.

Παλαιότερα η θρησκεία που επικρατούσε, ήταν ο ανιμισμός και η ειδωλολατρία. Δηλαδή πίστευαν ότι υπάρχη ψυχή σε κάθε υλική μορφή και στα είδωλα. Κατόπιν, δεχόμενοι την επίδραση των Ινδών πέρασαν στόν ινδουισμό και τον βουδισμό και υπάρχουν σήμερα ακόμη πολλά κατάλοιπα αυτών των επιδράσεων, τόσο όσον αφορά στα μνημεία, όσο και στους οπαδούς. Φαίνεται όμως, ότι οι άραβες έμποροι πέρασαν κατά τελείως αθόρυβο τρόπο τον ισλαμισμό στο μεγαλύτερο μέρος του λαού, ώστε να ακολουθήται σήμερα από το 90% του πληθυσμού, χωρίς όμως να επιβάλλεται κατά οποιονδήποτε τρόπο στις άλλες ομάδες. Πιστεύω, ότι η εξάπλωση του ισλαμισμού, θα συνεχίση να συμβαίνη με αθόρυβο τρόπο, δεδομένου ότι οι πιστοί του Μωάμεθ διαθέτουν περισσότερα μέσα, μόρφωση και χρήμα. Δεν χρησιμοποίησαν ποτέ τον κλασσικό τρόπο διαδόσεως του, δηλαδή τον πόλεμο, αλλά δημιούργησαν συμφέροντα, τα οποία οδήγησαν τον λαό, που πάντα έπασχε από φτώχεια και ανεργία, προς την κατεύθυνση αυτή, χτίζοντας ισλαμικά σχολεία και πανεπιστήμια και ίσως βοηθώντας και στην αποκατάσταση των αποφοιτούντων από αυτά.


Χωρίς να το καταλάβουμε πέρασαν πάλι δύο ώρες. Το αεροπλάνο περνάει κάτω από τα σύννεφα και τώρα φαίνεται η σκεπασμένη από πυκνά δάση ράχη της Σουμάτρα. Το μεγάφωνο αναγγέλλει ότι πλησιάζουμε στο Medan και πρέπει να ετοιμαζόμαστε για την προσγείωση. Με ένα τρόπο που μας έδωσε την εντύπωση ότι καθόμασταν σε σέλλα rodeo, προσγειωνόμαστε στον αεροδιάδρομο του Polonia, του αεροδρομίου του Medan. Ο Γιάννης με κοιτάει με απορία και έντρομα μάτια, όταν πια σταμάτησαν οι μηχανές.


- Τι ήταν αυτό; Ήταν φυσιολογική προσγείωση;

Δεν ξέρω τι να απαντήσω, γιατί και εγώ έχω τρομάξει. Ήδη όταν κατεβαίναμε, είχα την εντύπωση ότι είχαμε υπερβολική ταχύτητα και είχα κοιτάξει να δω, μήπως δεν είχαν ανοίξει τα flaps. Οι τροχοί είχαν ακουμπήσει στο έδαφος για λίγο. Κατόπιν, ξανασηκωθήκαμε μερικά μέτρα πάνω από το έδαφος, για να ξανακατεβούμε πάλι και να ακουμπήσουμε κατ’ αρχήν με τον έναν τροχό και μετά μια μικρή ταλάντευση και με τον δεύτερο. Είδα ότι κανένας δεν έδωσε σημασία και αργότερα μου είπαν, ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει συχνά στα μέρη αυτά. Οι πιλότοι δηλαδή θέλουν να περνούν γρήγορα από το στρώμα αέρος που βρίσκεται κοντά στο έδαφος, λόγω των ρευμάτων που επικρατούν εκεί. Δεν ξέρω αν οι εξηγήσεις αυτές σας έπεισαν, εγώ δεν πείσθηκα καθόλου.


Το αεροδρόμιο του Medan θύμιζει περισσότερο σταθμό λεωφορείων ΚΤΕΛ, παρά διεθνές αεροδρόμιο. Ακόμη και οι υπάλληλοι και οι αστυνομικοί, που δουλεύουν εδώ, είναι με φτωχότερα ρούχα ντυμένοι, ώστε να γίνεται αμέσως σαφές, ότι μπαίνουμε σε χώρα με πολύ χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό της Σιγκαπούρης. Σαστισμένοι και οι δύο, με τη σκέψη τι να μας επιφυλάσση αυτός ο τόπος, προχωράμε προς τον έλεγχο. Ο έλεγχος είναι υποτυπώδης.

- Έχετε όπλα, ναρκωτικά;
- Όχι

- Περάστε!
-  
 

Περνώ με ανακούφιση, γιατί, όπως είπα, δεν θα μπορούσα να δικαιολογήσω ολόκληρο σακίδιο με φάρμακα και ένα σωρό άλλα περίεργα εφόδια. Γενικώς τα εφόδιά μας δεν έμοιαζαν με εφόδια κοινού τουρίστα και σε τέτοια κράτη, όπως η Ινδονησία, εγείρονται εύκολα υποψίες και δυσπιστία. Στην έξοδο παίρνουμε ένα ταξί, το οποίο μας οδηγεί στο ξενοδοχείο Garuda Plaza, που μας είχε κλείσει ο κύριος Lee από τη Σιγκαπούρη.

Όταν φθάνουμε στο ξενοδοχείο, διαλύονται οι αμφιβολίες μας, ότι είχε γίνει σωστά η συνεννόηση. Πράγματι μας περιμένουν! Παρ’ ότι δεν βλέπω την ώρα να χρησιμοποιήσω τα ινδονησιακά μου, να δω αν με καταλαβαίνουν κι αν τους καταλαβαίνω, όλες οι συνεννοήσεις, μέχρι τώρα, είχαν γίνει στα αγγλικά από το Γιάννη. Αυτό είχε και την έννοια να δούμε πόσο μπορεί να αντεπεξέλθη κανείς με τα αγγλικά. Το συμπέρασμα ήταν ότι σχεδόν όλοι μπορούν να ανταποκριθούν.


Ένα χρόνο πριν από το ταξίδι είχα βαλθεί να μάθω τη γλώσσα τους. Κάποιες βάσεις είχα, από τον καιρό που ζούσα στο Βερολίνο. Σε ένα παλαιοπωλείο είχα βρεί ένα βιβλίο με τον τίτλο «Η μαλαϊκή χωρίς δάσκαλο». Είχα μάθει κάποια πράγματα, αλλά δεν υπήρχε η πίεση και έτσι, λόγω ελλείψεως χρόνου που πάντα είχα, δεν προχώρησα πολύ. Τώρα όμως που είχα το ταξίδι εμπρός μου, ξανάνοιξα το βιβλίο, καθώς επίσης παρήγγειλα σ' ένα Γερμανό φίλο μου να μου στείλη ότι σχετικό βρει. Έτσι το καλοκαίρι του 1989 είχα στην κατοχή μου μία μέθοδο, ένα λεξικό και μία κασέτα, η οποία συνόδευε τη μέθοδο. Όταν ήρθε η ώρα να ταξιδέψω, είχα μάθει πλέον γύρω στις χίλιες λέξεις.


Το ξενοδοχείο, έχει σημαντικά λιγότερη πολυτέλεια και ανέσεις από αυτό της Σιγκαπούρης. Ωστόσο διαθέτει στα δωμάτια δυνατότητα, επιλογής προγραμμάτων μουσικής, τηλεόραση και ψυγείο με αναψυκτικά. Το παράθυρο βλέπει σε μία εσωτερική αυλή με μία πισίνα. Κοιτάζοντας έξω, βλέπω μερικές ηλικιωμένες Ευρωπαίες τουρίστριες με πλαδαρά σώματα να κολυμπούν. Μετά την τακτοποίησή μας αποφασίζουμε να βγούμε στην πόλη, για να δούμε το μέρος που φθάσαμε.


Από τα μεγάφωνα του μιναρέ, ακούγεται ο μακρόσυρτος ψαλμός του Μουεζίνη, να καλή τους πιστούς για το καθημερινό προσκύνημα πριν το ηλιοβασίλεμα. Η αραβική γλώσσα και τα γυρίσματα της φωνής, τα οποία για τ’ αυτιά μας ηχούν σαν αμανές κάποιου μερακλή Ανατολίτη, μας δίνουν μία καινούρια αίσθηση, την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ισλαμικό κράτος. Με ξενίζει το γεγονός, ότι αν και είμαι στην Άπω Ανατολή, το περιβάλλον μου θυμίζει Αλγέρι, Μαρόκο ή Υεμένη, με τη διαφορά ότι δεν βλέπω ασπροφορεμένους ανθρώπους να φορούν κελεμπίες, φέσια, ή το αραβικό κάλυμμα στο κεφάλι.


Το Medan θεωρείται η μεγαλύτερη πόλη της Σουμάτρα και έχει πάνω από 1 εκατομμ. κατοίκους. Η εντύπωση που σου δίνει, είναι φτωχή και μίζερη. Πλήθος παμπάλαιων και κυρίως επαγγελματικών αυτοκινήτων διασχίζουν τους σκονισμένους δρόμους, δημιουργώντας ένα πανδαιμόνιο θορύβου από τις χαλασμένες εξατμίσεις και τα διαρκή κορναρίσματα, με τα οποία προειδοποιούν τους άλλους οδηγούς και τους άτακτα σκορπισμένους κατοίκους στο δρόμο. Το κυριότερο μεταφορικό μέσο για μεμονωμένους πολίτες -κάτι ανάλογο με το δικό μας το ταξί- φαίνεται να είναι το becak (προφέρεται μπέτσάκ).

Αυτό ουσιαστικά είναι ένα αυτοσχέδιο τρίκυκλο όχημα, το οποίο έχει σα βάση το ποδήλατο. Μπροστά έχει προσαρμοσθή μιά καρότσα με δύο ρόδες ποδηλάτου, η οποία διαθέτει δύο θέσεις και ένα στέγαστρο για τον Ήλιο και τη βροχή. Όταν κάθεσαι, βλέπεις στην κατεύθυνση κινήσεως του οχήματος, ενώ ο οδηγός βρίσκεται από πίσω σου και το κινεί με πετάλια όπως το ποδήλατο.

Ατέλειωτες σειρές από αυτά, παρκαρισμένα στις άκρες του δρόμου, στολισμένα με χάντρες και ζωγραφισμένα με κάθε λογής χρώματα, περιμένουν υπομονετικά πελατεία. Μέσα σ’ αυτά, οι οδηγοί ξαπλωμένοι σε διάφορες αστείες στάσεις, άλλοι απ’ αυτούς κουβαριασμένοι, άλλοι ανάσκελα με ανοιχτά τα χέρια και τα πόδια σαν αστερίες της θάλασσας, έχοντας ρίξει ένα καπέλο στο πρόσωπο τους για τον Ήλιο, ραχατεύουν χαλαρώνοντας στη μεσημεριανή ζέστα σαν τις γάτες τα καλοκαιρινά μεσημέρια στις αθηναϊκές γειτονιές.