06 January 2010

Ο ποταμός Ηριδανός: γεωγραφικά, οικολογικά και άλλα

του Δρ. Θεόδωρου Κουσουρή,
Δρ.Βιολ., Περιβαλλοντολόγου

«Ο κύρης μου ο Λασπάς μ' ανάστησε, σαν μ’ ερωτολαχτάρα έσμιξε με τη Νερορήγισσα στου Ηριδανού τις όχθες…» (από τη Βατραχομυομαχία, στίχ. 19-20, Μεταφρ. Ν. Κοτσελίδης. Η Βατραχομυομαχία είναι ένα μικρό εύθυμο αρχαίο ελληνικό έπος αγνώστου συγγραφέα, που σώθηκε μέχρι τις μέρες μας και αφηγείται μια διαμάχη-πόλεμο μεταξύ των βατράχων ενός έλους και των ποντικών της περιοχής).


Η λέξη Ηριδανός, μάλλον προέρχεται από την ομηρική λέξη "τό ἠρίον", που σημαίνει τύμβο, μνήμα, τάφο. Συνεπώς, Ηριδανός ονομάζεται ο ποταμός που περνά μέσα από τα "ἠρία", τους τάφους, δηλαδή το ρέμα του νεκροταφείου. Ηριδανός όμως λέγεται και ο ομώνυμος αστερισμός (λατινικά Eridanus), ο  οποίος είχε εντοπιστεί στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο του νοτίου ημισφαιρίου που είναι μερικά ορατός από την Ελλάδα, και είναι γνωστός εκτός από το όνομα Ηριδανός και ως Ποταμός ή «από Ωρίωνος Ποταμός», γιατί φαίνεται να ξεκινάει από τον αστερισμό του Ωρίωνα.


Στην Ελληνική μυθολογία, ο Ηριδανός ήταν περίφημη ποτάμια αλληγορική θεότητα που εμπλέκεται σε αρχαίους μύθους. Ο Ησίοδος στη Θεογονία του, αναφέρει αυτόν ως γιο του Ωκεανού και της Τηθύος, ενώ ο Ηρόδοτος, αναφέρει ότι οι εκβολές του ήταν στον Ωκεανό, προς τη δυτική άκρα της Ευρώπης και ότι από αυτόν προερχόταν το «ήλεκτρον». Εξάλλου, όταν ο Δίας αναγκάστηκε να κεραυνοβολήσει το Φαέθωνας, γιό του θεού Ήλιου και της Κλυμένης, το άψυχο σώμα του έπεσε στον Ηριδανό. Οι κόρες του Ήλιου θρήνησαν τον θάνατο του αδελφού τους στις όχθες του ποταμού, ώσπου μεταμορφώθηκαν σε λεύκες. Τα δάκρυά τους καθώς έσταζαν από τα δέντρα γίνονταν κεχριμπάρι. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και μαζί με τον Φαέθωνα τις ανέβασαν στον ουρανό, όπου έγιναν αστερισμοί.


Όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας (Παυσ. Λ κεφ., 195, 5), στην αρχαία πόλη των Αθηνών δύο ήταν τα ποτάμια που είχαν το όνομα Ηριδανός. Το ένα πήγαζε από τον Υμηττό, γνωστό σήμερα και ως ρέμα της Καισαριανής, που ξεκινούσε από την πηγή Καλοπούλα και τη Μονή Καισαριανής και κατέληγε διαμέσου της Καισαριανής στον Ιλισσό ποταμό, στην περιοχή ανάμεσα στα σημερινά ξενοδοχεία Κάραβελ και Χίλτον. Το άλλο ποτάμι, που έχει μεγάλη αρχαιολογική σημασία, είχε τις πηγές του στη νότια πλαγιά του Λυκαβηττού. Οι πηγές του Ηριδανού κατά τον Στράβωνα ήταν εννέα τον αριθμό, με κεντρική πηγή τη "Πάνοπος" κρήνη, απέναντι από τις "Πύλες του Διοχάρους".


Ο Παυσανίας λέγει ότι τα ύδατα του ήταν τόσο ακάθαρτα ώστε και αυτά ακόμη τα κοπάδια ζώων που έβοσκαν στη περιοχή τα απέφευγαν (Ο Καλλίμαχος στο μη σωζόμενο σύγγραμμά του «Συναγωγή ποταμών» έγραφε "Γελάν ούτως θαρρεί γράφων τάς τών Αθηναίων παρθένους αφύσεσθαι καθαρόν γένος Ηριδανοίο, ού καί τά βοσκήματ' απόσχοντ' άν". (Θ,α 19)= Άξιος γέλιου είναι αυτός που έγραψε ότι οι κόρες των Αθηναίων αντλούσαν καθαρό νερό από τον Ηριδανό, του οποίου τα ζώα που έβοσκαν εκεί δεν πλησίαζαν, τόσο ακάθαρτα ήταν).


Στα νεότερα χρόνια, η κεντρική πηγή του Ηριδανού βρισκόταν στο τέλος της σημερινής οδού Δημοκρίτου, μεταξύ των κτηρίων Ηλιάσκου και Δοξιάδη. Εκεί υπήρχε μικρό σπήλαιο, μέσα στο οποίο ανάβλυζε νερό από δύο σχισμές. Η ποσότητα του νερού της δίδυμης πηγής του σπηλαίου ήταν τέτοια, ώστε υδρευόταν όλη η περιοχή του Κολωνακίου. Σήμερα, δεν υπάρχει η δίδυμη πηγή. Απ’ εκεί, ο Ηριδανός δημιουργεί μία υπόγεια διαδρομή, φτάνει πιθανότατα στον Εθνικό κήπο, ενισχύεται με νερά από την εκεί πηγή Μπουμπουνίστρα, περνά κάτω από τη Βουλή, διασχίζει εγκάρσια την οδό Αμαλίας, κατηφορίζει προς την οδό Όθωνος, τη Μητροπόλεως, φτάνει στην πλατεία του Μοναστηρακίου σε βάθος περίπου 20 μέτρων, περνά κάτω από το Δημοπρατήριο, και την οδό Αδριανού, διασχίζει την οδό Ερμού και εμφανίζεται επιφανειακά στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού.


Εκεί ρέει για 190 μέτρα περίπου και μετά χάνεται πάλι κάτω από την οδό Πειραιώς. Στη συνέχεια στρέφει νότια και ενώνεται με τον Ιλισό, όπως διαπιστώθηκε με σύγχρονη τεχνολογία από ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Πατρών, που είχε αναλάβει την αποτύπωση του ποταμού, στο πλαίσιο της διάνοιξης των σηράγγων του Μετρό. Από τον Κεραμεικό, ο Ηριδανός συνεχίζει την πορεία του, υπογείως πάλι, προς το σημερινό ρέμα του Προφήτη Δανιήλ και καταλήγει στον Κηφισό διαμέσου της παλιάς κοίτης του Ιλισού. Στον πεδινό χώρο δυτικά του Δίπυλου συναντούσε το ρέμα του Ιλισού, ο οποίος ακόμα δυτικότερα χυνόταν στον Κηφισό. Σε όλη του την πορεία ο ποταμός ενισχυόταν από μικρά ρέματα και χειμάρρους.


Το οικοσύστημα του ποταμού χαρακτηρίζεται σύμφωνα με την UNESCO, ως "πολιτιστικό τοπίο" καθώς με αυτή την έννοια περιγράφονται και προστατεύονται "…ανθρώπινα έργα ή συνδυασμός ανθρώπινων έργων και έργων της φύσης, καθώς και ολόκληρες περιοχές που περιλαμβάνουν μνημεία εξέχουσας ιστορικής, αισθητικής, εθνολογικής και ανθρωπολογικής αξίας". Ο Ηριδανός μέσα στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, είναι ένα από αυτά και είναι πολύτιμος για την πολιτιστική κληρονομιά της Αθήνας, για το παρόν και το μέλλον της πόλης.


Στην πορεία του χρόνου, ο Ηριδανός ποταμός ήταν βασικός άξονας της ρυμοτομίας της αρχαίας Αθήνας σε όλες τις περιόδους, με πηγές στους πρόποδες του Λυκαβηττού, πορεία μέσα από την Αθήνα και εκβολές στον Ιλισό ποταμό και απ’ εκεί στον Κηφισό ποταμό. Η ροή του ήταν συνεχής και αυξανόταν με τις μεγάλες βροχές. Κατά την υστεροκλασσική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) η κοίτη, με πλάτος 2,60μ., οριοθετείται από μεγάλους κροκαλοπαγείς λίθους. Δύο μονοπάτια, βόρεια και νότια, όριζαν την οικοδομική γραμμή για τα κτίρια που άρχισαν να οικοδομούνται και από τις δύο πλευρές. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.), ο ποταμός Ηριδανός καλύπτεται με πλινθόκτιστο θόλο, επιχώνεται και μετατρέπεται σε υπόνομο.


Μεγάλος τοίχος αντιστήριξης κτίζεται στο βόρειο όριο του ποταμού για να στηρίξει ευρεία στοά ή οδό, ενώ η οικοδομική γραμμή υποχωρεί κατά 4,50μ. Τα κτίσματα είναι ιδιωτικού χαρακτήρα, εργαστήρια και αποθηκευτικοί χώροι. Η χρονολόγηση των ερειπίων στηρίζεται σε πολυάριθμα και ποικίλα ευρήματα: μαρμάρινα γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη, ψηφιδωτά δάπεδα, τοιχογραφίες, διακοσμητικά εγχάρακτα επιχρίσματα, αγγεία, νομίσματα, μεταλλικά και οστέινα αντικείμενα. Ο Πλάτωνας αναφέρει τον Ηριδανό και τον Ιλισό, ως τα δύο ποτάμια της Αθήνας που περιέβαλλαν την πόλη και την οριοθετούσαν, ο Ηριδανός από το Βορρά και ο Ιλισός από το Νότο.



Από τα προϊστορικά χρόνια στις όχθες του Ηριδανού και στη γύρω βαλτώδη περιοχή του Κεραμεικού, που πλημμύριζε το χειμώνα, οι κάτοικοι του κοντινού οικισμού έθαβαν τους νεκρούς τους. Μέχρι και την εποχή του Σόλωνα (γύρω στο 600π.Χ.) φαίνεται ότι το ποτάμι ξεκινούσε με δύο ή τρία παρακλάδια που ενώνονταν περίπου στην περιοχή του Συντάγματος και στη συνέχεια περνούσαν ενωμένα από τον Κεραμεικό. Ήδη όμως από την εποχή του Θεμιστοκλή, οπότε επεκτάθηκε η πόλη, ο Ηριδανός καλύφθηκε «ένθεν του τείχους», δηλαδή νοτίως της σημερινής οδού Βουλής, και στην κοίτη του κατασκευάστηκε αγωγός.


Με την οικοδόμηση του Θεμιστόκλειου τείχους (487π.Χ.) και τη διευθέτηση του χώρου του Κεραμεικού ξεκίνησαν και οι εργασίες ευθυγράμμισης της κοίτης του Ηριδανού, που πλέον κυλούσε τα νερά του σε κτιστό κανάλι, ενώ η παλιά κοίτη μπαζώθηκε με χώμα και χιλιάδες θραύσματα αγγείων. Διευθετήσεις της κοίτης έγιναν και στις εργασίες ανοικοδόμησης του τείχους το 394, 307 και το 86π.Χ. Γέφυρες υπήρχαν στα σημεία όπου ο ποταμός διασταυρωνόταν με τις μεγάλες οδικές αρτηρίες όπως της Εγκαρσίας οδού, που συνέδεε το Δρόμο με την Ιερά οδό με μια γέφυρα επάνω από τον Ηριδανό.


Έργα ύδρευσης είχαν γίνει στο ποταμό Ηριδανό. Αγωγός διοχέτευε τα πλεονάζοντα νερά της νοτιοανατολικής κρήνης της Αγοράς, στον Ηριδανό. Το πρώτο μεγάλο υδρευτικό έργο στην Αθήνα έγινε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό, που κατασκεύασε το Αδριάνειο υδραγωγείο και την Αδριάνειο δεξαμενή, τμήμα της οποίας υπάρχει και σήμερα στο Κολωνάκι. Ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια ο Ηριδανός είχε αρχίσει να «αφανίζεται». Οι Αθηναίοι τον είχαν σκεπάσει σε πολλά σημεία του, εγκιβωτίζοντας την κοίτη. Επρόκειτο για ένα υδραυλικό έργο πρωτοποριακό, αλλά όχι οικολογικό.


Ο Ηριδανός, που βρέθηκε να κυλά στη μέση της πόλης, άρχισε να δέχεται τα λύματα της πόλης, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε βούρκο (Στράβωνας, ΙΧ,397), όπως έγινε και με τον Ιλισό στα τέλη του 19ου αιώνα. Σήμερα, εκτός από το τμήμα της παλαιοκοίτης του Ηριδανού, που έχει διαφυλαχθεί μέσα στο σταθμό του Συντάγματος, η αρχαιολογικής σημασίας εγκιβωτισμένη κοίτη εκτίθεται στο σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι σε «φυσική προθήκη», με το νερό του ποταμού να ρέει ελεύθερο, όπως και στη Ρωμαϊκή Αγορά.


Κατά τον Ηρόδοτο, Ο Ηριδανός, ήταν ένας από τους τρεις ποταμούς που άρδευαν το λεκανοπέδιο των Αθηνών, δεχόταν συχνά νερά από την Ακρόπολη τον Άρειο Πάγο και την Πνύκα, άλλαζε συχνά κοίτη και πλημμύριζε με τις μεγάλες βροχοπτώσεις.. Κατά τους προϊστορικούς χρόνους βρισκόταν εκτός κατοικημένης περιοχής, όχι πολύ μακριά από τον οικισμό. Σταδιακά, ο οικισμός άρχισε να επεκτείνεται προς τα βόρεια και δυτικά και η επέκτασή του οριοθετήθηκε και επηρεάστηκε από την παρουσία του ποταμού.


Κατά τα χρόνια του Αδριανού, το ανατολικό προάστιο της πόλης που αποτελούσε μια πολυτελή συνοικία, τη διέσχιζαν δύο ποταμοί ο Ιλισός στα νότια και ο Ηριδανός κλάδος του οποίου κατέβαινε ορμητικά από τον Λυκαβηττό και από την πλατεία Συντάγματος, διέσχιζε την οδό Όθωνος κατευθυνόταν στη Μητροπόλεως κατόπιν στην Αδριανού για να καταλήξει στον Κεραμεικο. Μετά την οδό Πειραιώς στρεφόταν νότια και ενωνόταν με τον Ιλισό (Παυσανίου Περιηγήσεις Αττικά). Σε όλη τη πορεία του ενισχυόταν από ρέματα και χείμαρρους. Όταν άρχισε να δέχεται λύματα (αναφέρεται από τον Καλλίμαχο τον Κυρηναίο, βλπ., Στράβωνας, ΙΧ, 397) καλύφθηκε και μετατράπηκε σε κλειστό αγωγό τουλάχιστον στο δυτικό τμήμα της πόλης στην Αγορά και στον Κεραμεικό.


Ο Ηριδανός δεν αναφέρεται συχνά από τους αττικογράφους, διότι ο ποταμός ήταν ήδη καλυμμένος από την αρχαιότητα και σταδιακά η ύπαρξή του λησμονήθηκε. Η θέση του Ηριδανού υπήρξε θέμα συζήτησης για αιώνες. «Μάτην εζήτησα παρά των ημετέρων αρχαιολόγων να μοι υποδείξωσι πού έρρεε το προσφιλές εις τας Αθηναίας παρθένους πολύ και καλόν ύδωρ του Ηριδανού», εξιστορούσε ο Εμμανουήλ Ροΐδης, το 19ο αιώνα.


Μέσα στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, ο ποταμός Ηριδανός συντηρεί ένα ποτάμιο οικοσύστημα σε μικρογραφία για το ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Εκεί, και σε μήκος μερικών εκατοντάδων μέτρων, ο Ηριδανός βοηθάει στην ανάπτυξη σήμερα φτωχής χλωρίδας, με το υδροχαρές νεροκάλαμο (Phragmites australis) και ένα ξενικό είδος το Canna edulis που έχει φυτευθεί πριν μερικές δεκαετίες και καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της κοίτης του, ενώ μέσα στο νερό υπάρχει το μικρό ψάρι κουνουπόψαρο (Gambusia affinis) και πρασινόφρυνοι (είδος βατράχου). Στη γύρω περιοχή υπάρχουν χελώνες και σαύρες, αλλά και θηλαστικά όπως σκαντζόχοιροι και νανονυχτερίδες, ενώ από τα πουλιά έχουν παρατηρηθεί δεκοχτούρες, σταχτάρες, χελιδόνια, σπιτοχελίδονα, κότσυφες, ωχροστριτσίδες, μαυροτσιροβάκοι, μυγοχάφτες, καρακάξες και σπουργίτες.


Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο από γραφές αρχαίων συγγραφέων (Παυσανίας, Ι 2, 4 και Δημοσθένης 34, 39), όσο και από τα πρόσφατα στρωματογραφικά δεδομένα των ανασκαφών πιστοποιείται ότι η περιοχή του Κεραμεικού κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. αποτελούσε ένα έλος που προφανώς τροφοδοτούνταν από υπερχειλίσεις των νερών του Ηριδανού ποταμού. Το στρώμα ιλύος και αργίλου, που αποτελούσε τις αποθέσεις του έλους, βρέθηκε διάτρητο από οπές υδροχαρών φυτών (καλαμιών) που συνιστούσαν τη βλάστηση του υγρότοπου. Η εξάπλωση των λεπτομερών αποθέσεων οδηγεί στη διαπίστωση ότι το τέλμα κάλυπτε συνολική έκταση 3000 μ2, έχοντας μήκος 60 μ. και πλάτος 50 μ. (Υπουργείο Πολιτισμού, 2000/5). Η στάθμη των νερών του έλους αυξομειωνόταν ανάλογα με την εποχιακή τροφοδοσία της παροχής του Ηριδανού.


Η κοίτη του Ηριδανού ποταμού έχει υποστεί μια σειρά συνεχών ανθρώπινων επεμβάσεων από την εποχή του Θεμιστοκλή μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ανάπτυξη του ποταμού στο εσωτερικό της πόλης ευνόησε την επέμβαση αυτή αρκετά νωρίς, θεωρήθηκε αναγκαία η διαμόρφωση της κοίτης του για να μπορέσει να «εναρμονιστεί» με την οικιστικά αναπτυσσόμενη πόλη και να «προσαρ­μοστεί» στις ανάγκες των πολιτών. Το σύνολο των διαχρονικών επεμβάσεων του ανθρώπου στην κοίτη του ποταμού είναι εμφανές στο χώρο του Κεραμεικού.


Σημαντική παρέμβαση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον του Ηριδανού ποταμού αποτελεί η συρρίκνωση, με τεχνητά μέσα, του έλους που είχε αναπτυχθεί στην ευρύτερη περιοχή του Κεραμεικού από τις υπερχειλίσεις του ποταμού. Η απόπειρα περιορισμού της έκτασης του έλους πραγματοποιήθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. με την κατασκευή αγωγών για τη συλλογή και την υπόγεια αποστράγγιση των στάσιμων νερών (Υπουργείο Πολιτισμού, 2000β). Το έργο αποσκοπούσε στην πλήρη αποξήρανση του έλους με σκοπό την κατασκευή κεραμικών εργαστηρίων και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα επέμβασης των αρχαίων κατοίκων με σκοπό την αλλαγή χρήσης γης, κάτι που ο σύγχρονος άνθρωπος ανήγαγε σε καθημερινή δραστηριότητα.


Σήμερα ο Ηριδανός, με εμφανή τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός ποταμού (κοίτη, φυσικά και τεχνητά αναχώματα), είναι ορατός μόνο στον αρχαιολογικό χώρο των ανασκαφών του Κεραμεικού. Η κοίτη του ποταμού, πλάτους 2 μ., διασχίζει τον αρχαιολογικό χώρο από τα ανατολικά προς τα δυτικά σε μήκος περίπου 190 μ. Σε όλο το μήκος αυτής της διαδρομής είναι εμφανείς όλες οι διαχρονικές ανθρώπινες επεμβάσεις. Εξάλλου, η εγκιβωτισμένη κοίτη του είναι σπάνιο δείγμα υδραυλικής τεχνολογίας που έχει γίνει σε τρεις κατασκευαστικές φάσεις με μαρμάρινες ή πλίνθινες πλάκες, θολωτή κατασκευή σε σχήμα καμάρας και με πλίνθους σε οξυκόρυφη διάταξη.




Ο Ηριδανός ποταμός αποτελεί έναν από τους πρώτους ποτάμιους κλάδους της αρχαίας Αθήνας που ο άνθρωπος διαμόρφωσε και προσάρμοσε στις δικές του ανάγκες. Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν η πλήρης εξαφάνιση του ποταμού κάτω από επιχώσεις και ανθρώπινες κατασκευές. Το απογοητευτικό είναι ότι παρόμοια τύχη είχαν πλήθος ποτάμια ρεύματα και χείμαρροι της Αττικής, με αποτέλεσμα τις αρνητικές επιπτώσεις που παρατηρούνται μετά από, έστω και μικρής διάρκειας, ραγδαίες βροχοπτώσεις.


Μικρότερης έκτασης, εξίσου όμως αρνητικές επεμβάσεις έχουν πραγματοποιηθεί στον Ιλισό και τον Κηφισό, με αποτέλεσμα σε ένα μεγάλο μήκος τους να έχουν εκτραπεί, εγκιβωτιστεί τεχνητά ή ακόμη και εντελώς καλυφθεί, ενώ ο Σκύρος και ο Κυκλοβόρος είναι γνωστοί ποταμοί, μόνο από τον Στράβωνα και τον Παυσανία, και η διαδρομή τους πιθανολογείται, θαμμένη κάτω από τη σύγχρονη μεγαλούπολη.


Ωστόσο, οι αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία πενήντα χρόνια στην Αθήνα είναι πολύ πιο έντονες από όσες έγιναν συνολικά στους αιώνες που ακο λούθησαν μετά το τέλος της αρχαιότητας. Η έντονη οικιστική ανάπτυξη της πόλης των Αθηνών έχει ως αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή των χρήσεων γης. Αυτό είχε συνέπεια την κάλυψη των γεωλογικών σχηματισμών από ανθρώπινες κατασκευές που στεγανοποιούν το έδαφος και το καθιστούν αδιαπέραστο από το νερό των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, επηρεάζοντας το υδρολογικό ισοζύγιο.


Εκτιμήθηκε ότι η κάλυψη της περιοχής που αποστράγγιζε ο Ηριδανός ποταμός από ανθρώπινες κατασκευές που στεγανοποιούν το έδαφος (οικοδομήματα, άσφαλτος, τσιμέντο) φτάνει το 85%, με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά το ποσοστό του νερού των βροχοπτώσεων που κατεισδύει μέσα στο έδαφος και εμπλουτίζει τα υπόγεια νερά. Το πρόβλημα φυσικά δεν περιορίζεται μόνο στην περιοχή των Αθηνών, αλλά οπουδήποτε ο άνθρωπος δεν λαμβάνει υπόψη την αναγκαιότητα να διατηρηθούν ανέπαφα ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά (όπως κοίτες ποταμών, αλλαγή χρήσεων γης, σύσταση της ατμόσφαιρας) που είναι απαραίτητα για την ομαλή εξέλιξη των φυσικών φαι νομένων.


Πηγές πληροφόρησης: Υπουργείο Πολιτισμού, Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αμερικάνικη Αρχαιολογική Σχολή, Περιοδικό-Γεωγραφίες τ., 3, 2002, Ε.Καρύμπαλης & Κ. Παυλόπουλος, και στις ιστοσελίδες,