02 May 2013

Πέθανε ο Λευτέρης Βογιατζής


Με το χέρι στην καρδιά και βαθιά συγκινημένος, ο Λευτέρης Βογιατζής υποκλίθηκε τον Αύγουστο- μπροστά στο όρθιο κοινό της Επιδαύρου που χειροκροτούσε με ενθουσιασμό, θέρμη και ευγνωμοσύνη έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο θέατρο- μετά το τέλος της πρεμιέρας του Μολιερικού «Αμφιτρύωνα», που έμελλε να είναι και το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε. Τον Απρίλιο θα επανερχόταν στη σκηνή του θεάτρου της οδού Κυκλάδων με το «Θερμοκήπιο» του Πίντερ, με ανανεωμένο καστ και τον ίδιο να ερμηνεύει τον ρόλο του Ρουτ. Η πρεμιέρα είχε προγραμματιστεί για τις 8 Απριλίου αλλά λόγω αδιαθεσίας του ηθοποιού ακυρώθηκαν οι παραστάσεις. Ο Λευτέρης Βογιατζής έφυγε από τη ζωή σήμερα, σε ηλικία 68 ετών, ύστερα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο,
Καλλιτέχνης που επέλεγε πάντοτε τον δύσκολο δρόμο για να κάνει θέατρο, για τον Λευτέρη Βογιατζή κάθε συγγραφέας, κάθε έργο ήταν άλλη μια συνάντηση, άλλος ένας κόσμος, άλλη μια απόπειρα να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. «Δεν υπάρχει τελειομανία. Η τελειομανία είναι κάτι στείρο…Η λεπτομέρεια είναι η ραχοκοκαλιά. Χωρίς τη λεπτομέρεια, το επίκεντρο, η βάση, δεν αποκτά φως», έλεγε.
Ο Λ. Βογιατζής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησε το Ράινχαρτ Σεμινάρ στη Βιέννη και τελείωσε τη Σχολή Κ.Μιχαηλίδη στην Αθήνα.
«Μικρός ήμουν το καλό παιδί στην οικογένεια, από σύμβαση. Κλειστός, εσωστρεφής. Ήταν σαν να είχα ένα σύννεφο μπροστά μου. Είχα ανάγκη να διαλυθεί. Όταν ασχολήθηκα με το θέατρο κατάλαβα ότι η μεγαλύτερη ευκολία είναι η ιδιάζουσα σκηνική συμπεριφορά, γιατί αρέσει. Πρέπει όμως να είναι μεγάλου βεληνεκούς ο καλλιτέχνης για να είναι το ιδιάζον, κάτι πραγματικά ξεχωριστό. Καλύτερα λοιπόν να το σβήσεις, να αρχίσεις από την αρχή και να προσπαθήσεις να είσαι κανονικός. Μεγάλη λέξη. Τι είναι το κανονικός; Ξέρω 'γω; Κανονικός. Αυτό», είχε πει σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή».
Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στον ρόλο της Γιαγιάς, στον «Κυριακάτικο Περίπατο», σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, και αργότερα με την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης του επιθεωρησιακού κώδικα, καθώς και με την Έλλη Λαμπέτη στη «Σάρα».
Στο Αμφιθέατρο έπαιξε, την επώνυμη ηρωίδα στη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, τον Ευρυπίδη στους «Βατράχους», τον Ταρτούφο στον «Ταρτούφο» του Μολιέρου κ.ά.
Το 1981 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου «Η ΣΚΗΝΗ» με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών. Από το 1982 έως το 1987 που λειτούργησε η «ΣΚΗΝΗ», ο Λευτέρης Βογιατζής σκηνοθέτησε και έπαιξε στα έργα: «Η Σπασμένη στάμνα» του Χ. φον Κλάιστ, «Οι Αγροίκοι» του Κάρλο Γκολντόνι, «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Α. Γκριμπογιέντοφ, «Σε φιλώ στη μούρη...» του Γ. Διαλεγμένου για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολου Κουν για την περίοδο 1986-87. Το 1988 ίδρυσε τη «Νέα Σκηνή», όπου με τη συμμετοχή νέων ηθοποιών, παρουσίασε συστηματικά έργα που καλύπτουν το τρίπτυχο: κλασικό έργο, σύγχρονο έργο αιχμής και νεοελληνικό έργο.
Παράλληλα, το 1989, στην απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος,, σκηνοθετώντας την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Μια Αντιγόνη κλειστού χώρου, όπου κυριάρχησε «η ένταση του τραγικού ψιθύρου».
Με τους μαθητές του εργαστηρίου, συνεχίζει τη διερεύνησή του στον ελληνικό ποιητικό λόγο και την «παιδική ηλικία του θεάτρου», ανεβάζοντας αυτή τη φορά την αναγεννησιακή κρητική κωμωδία «Κατσούρμπος», του Γ. Χορτάτζη.
Επιστρέφοντας στους επαγγελματίες ηθοποιούς, το 1995, ανεβάζει ένα ακόμα σύγχρονο ελληνικό έργο, τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη - Ελένης Χαβιαρά, «Με δύναμη από την Κηφισιά».
Ακολουθούν επιτυχημένες παραστάσεις όπως: «Ο Μισάνθρωπος» του Μολιέρου (1996), «Ελένη» του Ευριπίδη, «Η νύχτα της κουκουβάγιας» του Γιώργου Διαλεγμένου (1998) για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας «Φώτος Πολίτης» και το βραβείο Κάρολος Κουν, βραβείο της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών, «Οι Πέρσες» του Αισχύλου (1999), «Τέφρα και σκιά» του Χάρολντ Πίντερ (2000).
Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέην, το «Καθαροί πια», όπου κρατά τον ρόλο του Τίνκερ. Το 2003, σκηνοθετεί το έργο, της Λούλας Αναγνωστάκη, «Σ' εσάς που με ακούτε» και για δεύτερη φορά Σάρα Κέην, το «Crave» (Λαχταρώ).
Ακολουθεί το 2004, ένας δεύτερος Μολιέρος, «Το Σχολείο των γυναικών».Το 2005 σκηνοθέτησε και έπαιξε σ' ένα ακόμα έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το «Bella Venezia», για το οποίο απέσπασε το βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής, Κάρολος Κουν.
Το 2006 έκλεισε το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την νέα του παράσταση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η παράσταση άνοιξε, αυτή τη φορά, το ίδιο Φεστιβάλ.
Το 2007, σε συνεργασία με τον Γ. Σκεύα, ανεβάζει και πρωταγωνιστεί στην «Ήμερη» του Φ. Ντοστογιέφσκι. Ακολουθούν τρία θεατρικά έργα: το «Υστατο σήμερα» του Χάουαρντ Μπάρκερ, το «Θερμοκήπιο» του Χάρολντ Πίντερ και «Ο Τόκος» του Δημήτρη Δημητριάδη.
Στον κινηματογράφο συμμετέχει σχεδόν αποκλειστικά στις ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τον οποίο τον συνέδεε μία μεγάλη φιλία («Τα οπωροφόρα της Αθήνας», «Αθήνα- Κωνσταντινούπολη», «Beautiful people», «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα», «Βαριετέ», «Μελόδραμα»).
Μιλώντας για τη σημερινή Ελλάδα στη «Lifo», ανέφερε: «Δεν μπορεί ν' αλλάξει τίποτα σε αυτήν τη χώρα. Είναι συνηθισμένος ο πυρήνας των ανθρώπων σε λειτουργίες συμφεροντολογικές. Είναι διχασμένοι οι άνθρωποι. Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί ένας κριτικός θεάτρου να γράψει τα καλύτερα για τους φίλους του, χωρίς να το πιστεύει. Να το υποστηρίζει, χωρίς να το πιστεύει. Με την ίδια ευκολία που απογειώνει μετριότητες, καταβαραθρώνει αυτούς που αξίζουν. Έτσι οι άνθρωποι χάνουν το γούστο τους. Δεν έχουν πια γούστο κι αυτό γίνεται συνήθεια». Και κατέληγε: «Δεν με συγκινούν τα ωραία. Με συγκινεί η χώρα μου γιατί την έχω συνηθίσει..... Είχα κάθε ευκαιρία, και πολύ καλές καλλιτεχνικά, να φύγω εξωτερικό. Σχεδόν δεν θέλησα. Εύρισκα τρόπους να μην πηγαίνω. Θα ήταν ενδιαφέρον να πήγαινα, αλλά δεν ένιωσα ποτέ ότι έχω λύσει κάτι βασικό εδώ. Μια φορά, ένα πολύ μεγάλο θέατρο μου έκανε μια πρόταση και μου έστειλε ηθοποιούς να διαλέξω. Όταν τους είδα, έκανα την πολύ ηλίθια σκέψη ότι με αυτούς θα έχω τελειώσει την παράσταση σε δεκαπέντε μέρες. Μα, είναι δυνατόν να κάνω εγώ παράσταση σε δεκαπέντε μέρες;»
Συλλυπητήρια
Τα συλλυπητήριά του εξέφρασε ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, Φώτης Κουβέλης:
"Ένας σπουδαίος θεατράνθρωπος, ο Λευτέρης Βογιατζής, έφυγε σήμερα από κοντά μας.Ο Λευτέρης υπήρξε ένας πολυτάλαντος εργάτης του Θεάτρου, με ήθος, τόλμη και ασίγαστη ανησυχία.Υπηρέτησε το Θέατρο με ιδεώδη, την Τέχνη χωρίς σύνορα, χωρίς ταμπού, χωρίς στρατεύσεις και λαϊκισμό.Στην οικογένειά του τα θερμά μου συλλυπητήρια».
Πληροφορούμενος τον θάνατο του σκηνοθέτη και ηθοποιού Λευτέρη Βογιατζή, ο Αναπληρωτής Υπουργός ΠΑΙΘΠΑ αρμόδιος για θέματα πολιτισμού κ. Κώστας Τζαβάρας έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Έφυγε πρόωρα από τη ζωή μία μεγάλη προσωπικότητα του θεάτρου. Ο Λευτέρης Βογιατζής στην πολύχρονή πορεία του καταπιάστηκε με όλα τα είδη του θεάτρου και γνώρισε την καταξίωση ανεβάζοντας παραστάσεις που ξεχώρισαν για την αρτιότητα τους. Διέθετε όραμα, οξυδέρκεια και πρωτοποριακό πνεύμα ενώ κοινός παρανομαστής σε όλες τις δουλειές του ήταν πάντοτε το υψηλό επίπεδο αισθητικής.
Εκτός από σπουδαίος σκηνοθέτης υπήρξε και πολύ σημαντικός ηθοποιός, συμμετέχοντας σε κινηματογραφικές παραγωγές που απέσπασαν και διεθνή βραβεία.
Θα τον θυμόμαστε για την ανεξάντλητη δημιουργικότητα του, τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του, την εργατικότητα του και τη γνήσια και άδολη αγάπη του για το θέατρο.
Στους οικείους του εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια».
Δήλωση Ευάγγελου Βενιζέλου προέδρου του ΠΑΣΟΚ για το θάνατο του Λευτέρη Βογιατζή: «Ο Λευτέρης Βογιατζής διαμόρφωσε το δικό του ιδιαίτερο θεατρικό ύφος και συνέδεσε το όνομά του με το άνοιγμα νέων διαδρομών στην τέχνη του, την οποία αντιμετώπιζε ως αποστολή.Φεύγει νωρίς, αλλά πλήρης σε αποδοχή από το κοινό και τους ομότεχνούς του.Εκφράζω τα συλλυπητήρια μου στην οικογένεια και τους συνεργάτες του.
Δήλωση του Προέδρου της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, Αλέξη Τσίπρα,για το θάνατο του Λευτέρη Βογιατζή: «Ο Λευτέρης Βογιατζής, ο άνθρωπος που απέδωσε το νόημα της ζωής με μοναδικό τρόπο, δεν είναι πια μαζί μας.
Με τη σπάνια τέχνη του, αλλά και με την προσωπική του στάση έδωσε πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούσε η εποχή μας να αφομοιώσει.Πράττοντας και νοιώθοντας μοναδικά, επέκτεινε τον πολιτισμό.
Η απουσία της αλήθειας και της ειλικρίνειας του Λευτέρη Βογιατζή, είναι μεγάλη απώλεια όχι μόνο για το θεατρικό κόσμο, αλλά και για εμάς, τους πολίτες.Στους δικούς του ανθρώπους, σε όλους και όλες που τον αγάπησαν, εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια».
www.kathimerini.gr