02 July 2013

Οι «132» περιττοί


του Θωμά Τάτση, protagon.gr, 2/7/2013
Σε σχετικά ανύποπτο χρόνο, πέρυσι τον Οκτώβριο, ο νέος υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξή του, είχε κάνει μια διαπίστωση. Είχε πει επί λέξει: «Αυτή τη στιγμή καλούνται μισθωτοί και συνταξιούχοι να πληρώσουν ένα υπερβολικά βαρύ τίμημα, που ο κάθε βουλευτής έχει μεγάλη συνειδησιακή δυσκολία να το υποστηρίξει, εξαιτίας του γεγονότος ότι επιμένουμε να προστατεύουμε περιττές θέσεις εργασίας στο δημόσιο».
Τώρα από τη θέση του υπουργού έχει αναλάβει την ευθύνη να μην υποστούν οι βουλευτές «συνειδησιακές δυσκολίες» ξεκαθαρίζοντας το δημόσιο από τους περιττούς (;) υπαλλήλους.
Πώς προσδιορίζεται, όμως, το «περιττό»;
Το ελληνικό δημόσιο μέσα από διαδικασίες προσλήψεων που δεν ελέγχει -και αυτό ας σημειωθεί- καταβάλει τους μισθούς των κληρικών όλων των βαθμίδων, ενώ έχει την ευθύνη και για τους μισθούς για ένα μεγάλο μέρος των υπαλλήλων -των λεγόμενων λαϊκών- που υπηρετούν στην Ιερά Σύνοδο και τις Μητροπόλεις.
Με τη λογική των ανθρώπων που περιστοιχίζουν τον πρωθυπουργό στο Μαξίμου, ο ευκολότερος τρόπος για να τελειώσει με το θέμα των απολύσεων θα ήταν να σταματήσει να πληρώνει το δημόσιο τους κληρικούς, όλων των βαθμίδων και των θρησκειών που πληρώνονται από το ελληνικό δημόσιο. Αλλά ποιος τα βάζει με τους «κρατικοδίαιτους» εκπροσώπους του Θεού στη Γη;


Κανένας δεν είναι σε θέση να ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο αριθμός των διορισμένων, χωρίς διαδικασίες ΑΣΕΠ ή κάποιας μορφής αξιολόγησης που υπηρετεί αυτή τη στιγμή μέσω του ελληνικού δημοσίου την Ορθόδοξη Εκκλησία και όχι μόνο. Σίγουρα είναι περισσότεροι από 10.000. Και εάν γίνει έλεγχος εύκολα θα διαπιστώσει ο νέος υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης ότι στην περίπτωση της Εκκλησίας της Ελλάδας δεν ισχύει το λεγόμενο «ένας προς δέκα» (μία πρόσληψη για κάθε δέκα αποχωρήσεις).
Όταν ενημερωθεί, καλό θα ήταν με τη σειρά του να ενημερώσει και ο ίδιος τους πολίτες για ποιο λόγο πληρώνονται από το ελληνικό δημόσιο, όχι μόνο οι κληρικοί κατώτατων βαθμίδων, αλλά και οι 132 «ανώτατοι» κληρικοί.

Αναλυτικά στην Εκκλησία της Ελλάδας υπηρετούν 91 μητροπολίτες, 11 τιτουλάριοι μητροπολίτες, οκτώ βοηθοί επίσκοποι, τέσσερις τιτουλάριοι επίσκοποι και τέσσερις σχολάζοντες αρχιερείς.
Στην ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης -υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο- υπηρετούν εννέα μητροπολίτες ενώ στα Δωδεκάνησα, που είναι μέλη της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, άλλοι πέντε. Σύνολο 132, δεσποτάδες οι περισσότεροι, από τους οποίους υπό «κανονικές» συνθήκες θα έπρεπε να έχουν συνταξιοδοτηθεί.
Σ’ ό,τι αφορά τη μισθοδοσία τους, είναι ενδεικτικό ότι ένας μητροπολίτης με προϋπηρεσία (sic) 30 χρόνια λαμβάνει μικτά 2.534 €, ενώ ο αρχιεπίσκοπος με 33 χρόνια προϋπηρεσία λαμβάνει 2.978 €. Στην προϋπηρεσία συνυπολογίζονται και τα χρόνια που ήταν διάκος ή αρχιμανδρίτης.
Με το συμπάθιο τώρα: Κανένας μητροπολίτης δεν έχει κάποια ουσιαστική ανάγκη να λαμβάνει μισθό. Τα έξοδά του μπορεί να τα αναλάβει η Μητρόπολη την οποία διοικεί. Οι μητροπολίτες επίσης απολαμβάνουν ενός ειδικού καθεστώτος που δεν έχει σχέση με αυτό των δημοσίων υπαλλήλων. Εκλέγονται και δεν ελέγχονται από κανέναν και για τίποτα.
Εάν «απολυθούν», ή βρεθεί τρόπος να τεθούν εκτός του μισθολογίου του δημοσίου, ποιος θα αντιδράσει; Ούτε οι ίδιοι. Οι «132» δεσποτάδες δεν προσφέρουν τίποτα στο δημόσιο. Είναι «αργόμισθοι». Η απόφαση να πληρώνονται από το ελληνικό δημόσιο έχει σχέση με τον έλεγχό τους, την εποχή του εμφυλίου. Σήμερα η Εκκλησία δεν έχει την ανάγκη να υπάγεται σε οποιοδήποτε κράτος.
Και κάτι ακόμη: Η «απόλυση» των 132 θα μπορούσε να συνδυαστεί με την πρόσληψη νέων επιστημόνων που θα βοηθήσουν σε τομείς που το δημόσιο έχει ιδιαίτερη ανάγκη και κυρίως στην αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας.