Είναι η δεκαετία του 1950, τότε που ακόμα η Αθήνα  έμοιαζε σαν μεγάλη επαρχιακή πόλη. Με τα νεοκλασικά διώροφα σπίτια της, τις μονοκατοικίες με τις αυλές στο πίσω μέρος του σπιτιού. Τότε που τα παράθυρα του δρόμου τα στολίζανε κάτασπρες κουρτίνες με κοφτό κέντημα. Οι δρόμοι ήτανε φυτεμένοι με ακακίες που μοσχομυρίζανε όταν ανθίζανε, τα σπίτια με 3 ορόφους ήτανε δακτυλοδεικτούμενα σε κάθε γειτονιά και ήτανε δείγμα ευημερίας για αυτούς που τα κατοικούσαν.

Την Αθήνα την κατοικούσαν ακόμη «Αθηναίοι γκάγκαροι», δεν είχε αρχίσει  η επέλαση της επαρχίας. Όσοι είχαν κάποιο γνωστό σε χωριό, φιλοξενούσαν κάποιο κορίτσι μεταξύ 10-12 ετών, κάτι σαν ψυχοκόρη, κάποια ταλαίπωρη ψυχή που οι φτωχοί γονείς την είχαν με ευκολία στείλει στην πρωτεύουσα για καλύτερη τύχη και για να στέλνει χρήματα στο χωριό, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν τα υπόλοιπα παιδιά, τα οποία ήρθαν στον κόσμο άθελά τους, αλλά αποτέλεσαν την 3λεπτη διασκέδαση του πατέρα και της μάνας, κάποιο σκοτεινό βράδυ.

Δειλά–δειλά άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια κάποιες πολυκατοικίες, με δελεαστικές προδιαγραφές και όχι ακόμα της μαζικής παραγωγής που τις κατάντησαν κλουβιά πτηνών.

Το ενοικιοστάσιο είχε παγώσει τα ενοίκια και οι ιδιοκτήτες τράβαγαν τα μαλλιά της κεφαλής τους να απαλλαγούν από νοικάρηδες που, ενώ είχαν αγοράσει κρυφά διαμέρισμα, δεν εννοούσαν να αποχωριστούν την φθηνή κατοικία του ενοικιοστασίου.

Και μαζί με τις πολυκατοικίες άρχισε, σιγά–σιγά στην αρχή, με γρηγορότερο ρυθμό αργότερα η άφιξη κατοίκων από την επαρχία που ήρθαν στην πρωτεύουσα να ζήσουν το όνειρο και να κλείσουν τις ψυχές τους σε κλουβιά πτηνών.

Στους δρόμους έβλεπες ανακατεμένες διάφορες ενδυμασίες και άκουγες διαφορετικές προφορές!

Έχω την εικόνα ολοζώντανη χαραγμένη στη μνήμη μου που περπατούσα στον δρόμο με τη μαμά μου, μια αρχόντισσα στην ψυχή και στην καταγωγή και κάποια στιγμή βλέπω να πλησιάζει μια γυναίκα ντυμένη με την χαρακτηριστική μαύρη μακριά φούστα που φορούσαν οι γυναίκες από χωριό. Ένα σιγκούνι, μαντήλι στο κεφάλι, χοντρές κάλτσες στα πόδια που σερνότανε διστακτικά πάνω σε στραβοπατημένα παπούτσια. Είχε ένα ύφος απόγνωσης και σαστιμάρας στο πρόσωπό της. Όταν μας πλησίασε, χαμογέλασε ντροπαλά, που το κατάλαβα περισσότερο από τις ρυτίδες που γίνανε πιο βαθιές γύρω από το στόμα της και τα μάτια της και είπε ψυθιριστά «καλημέρα κυρία».

Γύρισα ενοχλημένη το κεφάλι μου, όταν σαστισμένη άκουσα την μαμά μου να της απαντάει «καλημέρα κυρία μου» αμέσως δε θυμωμένη και με αλαζονεία ρώτησα την μαμά μου:
-  Γιατί λες καλημέρα σε αυτή τη χωριάτισα; την ξέρεις;
-  Όχι δεν την ξέρω, μου απάντησε η μαμά μου, αλλά να μην ξεχάσεις ποτέ στη ζωή σου να λες καλημέρα, ακόμα και όταν δεν σου λένε πρώτα οι άλλοι. Και κάτι άλλο, η καλημέρα στους απλούς ανώνυμους ανθρώπους έχει περισσότερη αξία, δείχνει τρόπους και μεγαλείο ψυχής, από την καλημέρα που θα πεις στους επώνυμους!
Δυστυχώς η μαμά μου έφυγε πολύ νωρίς αλλά μου άφησε άγραφη και πολύτιμη διαθήκη το μεγαλείο της ψυχής της!