07 October 2013

Οι εξωγήινοι

του Στέλιου Αρώνη, stylscifi.blogspot.gr,  6/10/13

    Το μυστηριώδες σκάφος προσγειώθηκε μαλακά στο γρασίδι του μεγάλου πάρκου, απέναντι από ένα επιβλητικό κτήριο με χρωματιστά τζάμια, που φωτιζόταν δυνατά από μερικούς προβολείς, κι έσβησε τις μηχανές του. Η ώρα ήταν πολύ περασμένη και έξω δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Την απόλυτη ησυχία έσπαζε μόνον κατά διαστήματα η μονότονη φωνή ενός αθέατου πουλιού. Το χωριό είχε βυθιστεί στο σκοτάδι και οι κάτοικοί του, κουρασμένοι από την ολοήμερη εργασία στα χωράφια, βρίσκονταν κλεισμένοι μέσα στα χαμηλά σπιτάκια τους και είχαν παραδοθεί αμαχητί στις αγκάλες του Μορφέα. Έτσι, κανένας δεν πρόσεξε τα δυο αλλόκοτα όντα που βγήκαν προσεκτικά από το σκάφος. Με ύψος όχι μεγαλύτερο από ενάμιση μέτρο και με εμφάνιση που θύμιζε περισσότερο πίθηκο, παρά άνθρωπο, οι δυο εξωγήινοι ερεύνησαν με τα εξογκωμένα μάτια τους την περιοχή, κούνησαν δυο-τρεις φορές τις δυο κεραίες που εξείχαν πάνω από τα μακρόστενα κεφάλια τους και κοίταξαν ο ένας τον άλλον.
   
«Παράξενο μέρος», είπε ο ένας. «Μου φαίνεται ότι προσεδαφιστήκαμε σε απολίτιστο πλανήτη».

    «Γιατί το λες αυτό;» απόρησε ο άλλος. «Άφησε πρώτα να έλθουμε σε επικοινωνία με τα όντα που τον κατοικούν, κι ύστερα βγάζεις τα συμπεράσματά σου».

    «Καλά, καλά», στραβομουτσούνιασε ο πρώτος. «Δεν βλέπεις σε τι κτήρια ζουν; Πού είναι οι κρυστάλλινες οροφές; Πού είναι τα περιστρεφόμενα παράθυρα; Πού είναι οι υπερυψωμένοι αγωγοί θερμότητας; Το μοναδικό κτήριο που ξεχωρίζει είναι αυτό μπροστά μας με τα χρωματιστά παράθυρα. Αλήθεια, τι λες να είναι;»

    «Πού θέλεις να ξέρω; Μοιάζει με κυβερνείο. Θα το μάθουμε αργότερα, όταν θα συναντήσουμε κάποιον κάτοικο».    

    «Αργεί να ξημερώσει;»

    «Δε νομίζω. Σε λίγο θα βγει το άστρο του συστήματος και θα φωτίσει τον πλανήτη».

    «Πάμε τότε να ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτό το κτήριο».

    Οι δυο παράξενοι ταξιδιώτες του διαστήματος, κατευθύνθηκαν προς την οικοδομή που τους είχε εντυπωσιάσει και πλησίασαν κοντά του. Βρίσκοντας κλειστή την κεντρική είσοδο, προχώρησαν στο πλάι για να επιθεωρήσουν το παράξενο οικοδόμημα περιμετρικά.

***
    Η κυρά-Θεώνη ξύπνησε νωρίς. Σηκώθηκε  από κρεβάτι της, έπλυνε το πρόσωπό της, ντύθηκε και βγήκε από το φτωχικό της. Παρόλο που αργούσε ακόμα να ξημερώσει, δεν μπορούσε να καθίσει μέσα. Εδώ και δυο χρόνια, από τότε που είχε χάσει τον άντρα της, ζούσε ολομόναχη σ’ εκείνο το σπιτάκι και η αλήθεια ήταν ότι εκείνος ο άθλιος χώρος την έδιωχνε μακριά. Όλα μέσα σ’ εκείνο το χαμηλοτάβανο σπίτι της θύμιζαν τον μακαρίτη, κι έτσι κυκλοφορούσε μόνιμα έξω, είτε έκανε ζέστη, είτε έκανε κρύο, είτε έβρεχε. Επιδίωξή της ήταν να μη μένει μόνη της κάτω από εκείνη τη στέγη, γιατί οι αναμνήσεις, σε συνδυασμό με τη φτώχεια που επικρατούσε, της πλάκωναν την ψυχή, της προκαλούσαν κατάθλιψη. Ευτυχώς, υπήρχε η εκκλησία και μέσα στον ιερό εκείνο χώρο έβρισκε την ψυχική γαλήνη που επιζητούσε.

    Εκεί θα πήγαινε και τώρα. Ήταν ακόμα πολύ πρωί, σχεδόν νύχτα, τίποτα όμως δεν την κρατούσε μέσα. Εξάλλου, κλειδιά του ναού είχε. Εκείνη άνοιγε καθημερινά την πόρτα, πολύ πριν εμφανιστεί ο παπά-Φώτης. Η εκκλησία του χωριού είχε γίνει δεύτερο σπίτι της. Εκεί μέσα, παρέα με τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, αισθανόταν υπέροχα. Επικοινωνούσε σιωπηρά με τον Ύψιστο και ξεχνούσε τα γήινα, καθημερινά της προβλήματα.

    Έσυρε τα βήματά της αργά και κατηφόρισε στο μονοπάτι που οδηγούσε στην εκκλησία. Πέρασε μπροστά από το σπίτι του ιερέα, λίγο πιο κάτω έστριψε στη γωνία και βγήκε στην, μεγάλη σαν πάρκο, πλατεία. Πλησίασε στην είσοδο του ναού κι ετοιμάστηκε να ξεκλειδώσει την πόρτα, της φάνηκε όμως ότι άκουσε κάποιο θόρυβο από την πλαϊνή πλευρά του κτηρίου. Της φάνηκε παράξενο να υπάρχει κάποιος έξω, μια τόσο μικρή ώρα σαν εκείνη. Ξανάβαλε τα κλειδιά μέσα στην τσέπη της ζακέτας της και αποφάσισε να ανακαλύψει ποιος ήταν. Πλησίασε στη γωνία, έβγαλε το κεφάλι της μπροστά και κοίταξε με προσοχή στο πλάι. Αμέσως μετά, συγκράτησε με μεγάλη δυσκολία μια κραυγή τρόμου, που λίγο έλειψε να της ξεφύγει. Αυτό που αντίκρισαν τα μάτια της, δύσκολα θα μπορούσε να το πιστέψει άνθρωπος. Δυο παράξενα όντα, ίδια και απαράλλαχτα με το διάβολο, βάδιζαν δίπλα στην εκκλησία και την περιεργάζονταν.

    Πανικοβλήθηκε. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε φανταστεί ότι θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον ίδιο τον σατανά. Και να που τώρα εκείνος είχε εμφανιστεί μπροστά της και μάλιστα εις διπλούν. Σταυροκοπήθηκε επανειλημμένα, έκανε μεταβολή κι έβαλε πλώρη για το σπίτι του παπά.

    Θεέ και Κύριε, μονολογούσε μέχρι να φτάσει στον προορισμό της. Δυο διάβολοι θέλουν να κυριεύσουν τον Οίκο Σου. Ελπίζω να προλάβει να τους διώξει ο ιερέας μας, πριν καταφέρουν να μπουν μέσα.

    Χτύπησε με επιμονή την εξώπορτα, ανυπομονώντας να αντικρίσει τον παπά. Της άνοιξε ο ίδιος. «Τι τρέχει κυρά-Θεώνη;» τη ρώτησε σε αυστηρό τόνο. «Γιατί βροντάς τις πόρτες τέτοια ώρα;»

    «Πού να στα λέω, πάτερ μου», του είπε με τρεμάμενη φωνή εκείνη και τον έπιασε από το μανίκι. «Δυο διάβολοι τριγυρνούν έξω από την εκκλησία».

    «Είσαι με τα καλά σου, κυρά μου;» την επέπληξε ο παπάς. «Τι ασυναρτησίες είναι αυτές που λες; Εφιάλτες έβλεπες στον ύπνο σου;»

    «Έλα να δεις και μόνος σου, αν δεν με πιστεύεις».

    Ο παπά-Φώτης ξεφύσηξε με δυσανασχέτηση, αλλά αποφάσισε να της κάνει το χατίρι. Γνώριζε την εμμονή της να ξημεροβραδιάζεται στην εκκλησία, γι’ αυτό άλλωστε της είχε δώσει και κλειδιά, δεν την θεωρούσε όμως τρελή. Γνώριζε τους λόγους που την έσπρωχναν στην εκκλησία. Σίγουρα κάτι θα είχε δει, για να επιμένει έτσι. Έριξε λοιπόν τόπο στη οργή, φόρεσε την κάπα του και την ακολούθησε. Έφτασαν κοντά στο ναό και κρύφτηκαν πίσω από το καμπαναριό. Δευτερόλεπτα αργότερα, δυο περίεργα όντα εμφανίστηκαν από το πλάι και η κυρά-Θεώνη άρχισε να τρέμει ολόκληρη.

    «Τα βλέπεις που σου τα έλεγα; Δυο διάβολοι αυτοπροσώπως! Τι έχεις να πεις τώρα γι’ αυτό; Πες καμιά ευχή να ξορκίσεις το κακό».

    «Ποιο κακό, κυρά-Θεώνη; Δυο όντα, μάλλον από άλλον πλανήτη είναι».

    «Τι εννοείς, από άλλον πλανήτη, παπά μου; Εξωγήινοι δηλαδή; Μα αφού δεν υπάρχουν εξωγήινοι».    

    Το πρόσωπο του παπά πήρε ένα μειλίχιο ύφος και της είπε κάπως ειρωνικά, αφήνοντάς την άναυδη: "Γιατί, μήπως υπάρχουν διάβολοι;"