25 March 2014

Η εκτός πανηγυρικών ιστορία

του Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή, 25/3/2014

Ούτε να έρθει η ιστορία μας όσο πιο κοντά γίνεται στη μαρτυρημένη αλήθεια της βοήθησαν ποτέ οι πανηγυρικοί ούτε το φρόνημα ενισχύουν. Ανέξοδα λόγια που υπηρετούν την αυτογνωσία μας όσο και οι πολυέξοδες μηχανοκίνητες στρατιωτικές παρελάσεις, που υποτίθεται ότι προσφέρουν έρεισμα στην εθνική μας περηφάνια, και γι’ αυτό επανήλθαν. Αλίμονο όμως αν η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθησή μας έχουν ανάγκη για να υπάρξουν τέτοιου είδους τελετουργικά, τα οποία, άλλωστε, εφαρμόστηκαν μεταπολεμικά όχι τόσο για να ενώσουν το έθνος και τον λαό, όσο για να τονίσουν τη διχοτόμησή του σε νικητές και ηττημένους, «πατριώτες» και «προδότες». 


Πυκνός και στις μέρες μας ο περί πατρίδας και πατριωτισμού λόγος. Πυκνός και διχαστικός, όχι ενοποιητικός. Οι ρόλοι του πατριώτη από τη μια, του ενδοτικού ή και προδοτικού από την άλλη, μοιράζονται κατά το γούστο του εκάστοτε ομιλητή. Αυθαίρετα. Αυτοδικαιωτικά. Θαρρείς και μόνον ένας τρόπος διατίθεται για ν’ αγαπήσει κανείς τον τόπο του και να προσπαθήσει να τον υπηρετήσει. Θαρρείς και υπάρχει κάποιο μονοπώλιο πατριωτισμού, που επιτρέπει σε όσους το έχουν να κηρύσσουν ύποπτους ή απόβλητους όσους πιστεύουν, λ.χ., ότι η πραγματική ιστορία είναι εκείνη που δεν αναδεικνύεται ποτέ από φλύαρους και γλυκερούς πανηγυρικούς και άκεφα εθιμοτυπικά διαγγέλματα. 

Ας θεωρήσουμε σίγουρο ότι σήμερα, ημέρα επετείου, θα ακουστεί και θα γραφτεί πάμπολλες φορές ο λόγος του Μακρυγιάννη για το «εμείς». Και λοιπόν; Πόσοι θα πειστούν να ασπαστούν το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, όταν όλα γύρω εκπέμπουν εντελώς διαφορετικά μηνύματα, ατομισμού σημαντικά; Ο,τι συλλογικό φτιάξαμε κουτσά στραβά στη μεταπολίτευση, βάλλεται και διαβάλλεται, τσακίζεται, καταρρέει. Η ίδια η κοινωνία θα είχε διαλυθεί σε μισούμενες μονάδες, αν δεν είχαν αναπτυχθεί αυθόρμητα ανά την Ελλάδα πολλές εστίες ανώνυμης αλληλεγγύης. 

Το μονοπώλιο της φιλοπατρίας -κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα- το διεκδικεί επιθετικότατα η ακροδεξιά, ως κήρυκας του σφοδρότερου απομονωτιστικού αντιευρωπαϊσμού και ενός σωβινισμού που εκβάλλει αναπόφευκτα στον ρατσισμό. Η ελληνική ακροδεξιά δεν είναι μία. Ενα τμήμα της συγκυβέρνησε λίγα χρόνια πριν, «για εθνικούς λόγους». Ενα άλλο γεύεται και σήμερα ένα κομμάτι της εξουσίας, στο πρόσωπο πολιτικών που πιστεύουν ότι με μια κομματική μεταπήδηση εξαγνίστηκαν για τη θητεία τους στη μισαλλοδοξία, την ξενοφοβία και τον αντισημιτισμό. Το τρίτο τμήμα της ακροδεξιάς, το ισχυρότερο, σκληρότερο και στρατιωτικά συγκροτημένο, έχει μοιραστεί σε όσα στελέχη του έχουν ήδη προφυλακιστεί και σε όσα βρίσκονται ακόμα έξω, αλλά ακούνε όλο και πιο κοντά τους το λάλημα του κορυδαλλού. 

Αυτή ακριβώς η εκδοχή της ακροδεξιάς, η ασύστολα φιλοναζιστική, επιχείρησε τα τελευταία χρόνια να μονοπωλήσει τον πατριωτισμό, φτάνοντας (αφού της το επέτρεψαν) να λειτουργεί σαν αυτοκέφαλη δομή παράλληλη προς το κράτος. Θα βγουν σίγουρα και σήμερα οι λεβέντες της να φωνάξουν «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», παριστάνοντας αναιδώς τους νέους Κολοκοτρώνηδες. Κάπηλοι ήταν πάντα. Και κάλπηδες θα μείνουν.