27 April 2014

Όσα παίρνει... κι όσα φέρνει ο άνεμος

Ξυλοκέρατα
της Ισμήνης
Διάβασα στο μπλογκ ενός φίλου που ζει μόνιμα στην Αμερική σε μια μεγάλη πόλη – εκεί είναι  βέβαια όλα μεγάλα. Μια μέρα Σάββατο πήρε  τα παιδόπουλα 2η γενιά, μαζί με τη συμβία του και πήγανε βόλτα στην κορεάτικη αγορά για ψώνια και για χάζεμα, εκεί που βρίσκεις της Παναγιάς τα μάτια!
Μεταξύ μπαχαρικών, ξεραμένων  ψαριών και εντόμων προς βρώσιν, έπεσε το  μάτι του σε ένα καλάθι  με κάτι μαυριδερά πράγματα. Δεν πίστευε ότι θα τα ξανάβλεπε εκεί, τα  χαρούπια κοινώς ξυλοκέρατα της κατοχής! Θύμισες του ήρθαν από την κατοχή και  το πολύτιμο για τότε  έδεσμα που πολλές φορές τους έσωσε από την πείνα!
Τότε μου ήρθαν  κι εμένα  αναμνήσεις, και έκανα φλας–μπακ   κάμποσα χρόνια πίσω.
10ετία του ‘60 και για πρώτη φορά βρίσκομαι για διακοπές σε ένα παραλιακό χωριό της Μεσσηνίας, χωρίς φως–νερό–τηλέφωνο!!!! Μαγεία... τρελάθηκα από τη χαρά μου και την ελεύθερη ζωή που μπορούσα να ζήσω, μακριά από την ασφυκτική ζωή της πόλης που, σε σύγκριση βέβαια τα σημερινά, ήταν παράδεισος!
Αμολυσόνα και δόξα τω Θεώ! Κάναμε μπάνιο σε μια πεντακάθαρη θάλασσα  μαζί με τα μουλάρια που  βάζανε οι ντόπιοι για να τα πλύνουνε. Ποιος νοιαζότανε τότε!
Μια ωραία ημέρα  βλέπω σε ένα χωράφι να έχουν απλωμένα σε καλαμωτή κάτι μαύρα στενόμακρα  πράγματα, σαν φασόλια. Ρωτάω τι είναι και μου είπαν ξυλοκέρατα, χαρούπια!!! Το δένδρο λέγεται χαρουπιά (επιστημονικά: Κερατέα η έλλοβος, λατ. Ceratonia siliqua).
Τρώγονται; ξαναρωτάω!
–Όχι βέβαια, πήρα  την απάντηση, ενώ γελούσαν,  αυτά είναι για τα γουρούνια!
Με έτρωγε η περιέργεια, να δοκιμάσω αυτά τα ξυλοκέρατα που ήτανε μόνο  για τα  γουρούνια και  η λέξη μου ακουγόταν πολύ περίεργη.
Πήγαινα λοιπόν στα κρυφά έκλεβα, ξυλοκέρατα τα έτρωγα και ήτανε γλύκισμα!  Μια ημέρα όμως με είδανε που τα έπαιρνα κρυφά-κρυφά, με χίλιες προφυλάξεις λες και έκλεβα εκκλησία.
Αργότερα άκουσα ότι στο καφενείο του χωριού γελούσαν με την κόρη του γιατρού από την Αθήνα, που δοκίμαζε ξυλοκέρατα! Και κάθε φορά που περνούσα από τον καφενέ, με πειράζανε και με φωνάζανε να με  φιλέψουν χαρουπάκια!
Μετά από χρόνια έμαθα ότι από την αρχαία ελληνική λέξη  κεράτιον (=χαρούπι)  προέρχεται η λέξη καράτι, γιατί το βάρος του σπόρου των χαρουπιών (είναι σχεδόν πάντα  ισοβαρές) και ορίστηκε ως η πιο μικρή μονάδα μέτρησης για χρυσό και πολύτιμους λίθους.


23 April 2014

Για το φως και το σκοτάδι

της Μαρίας Ρεπούση, lifo.gr, 23/4/2014

Αναρωτιέμαι γιατί σ’ αυτή τη χώρα, η μάχη ανάμεσα στο φως –όχι το άγιο, το άλλο- και στο σκοτάδι χάνεται. Και όχι μόνον χάνεται αλλά κάθε φορά που ανοίγει ένα παράθυρο για να μπει φως κλείνει με τέτοιο πάταγο που ενδέχεται να περάσουν χρόνια για να ξανανοίξει. Μήπως τελικά οι σκοταδιστές είναι περισσότεροι από τους φωτισμένους; Μήπως οι σκοταδιστές είναι πιο δικτυωμένοι, είναι καλύτερα τοποθετημένοι στα κέντρα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και στα αντίστοιχα λήψης των αποφάσεων;


Τι στο καλό συμβαίνει και χάνεται η μάχη του ορθού λόγου; Τι συμβαίνει και το σκοτάδι διεισδύει στο φως και το διαλύει αντί να διαλύεται; Και δεν μιλάω για τα διφορούμενα, αυτά που τέμνουν τα πράγματα σε πολλά πεδία. Αναφέρομαι στα απολύτως στοιχειώδη, στο δικαίωμα έκφρασης γνώμης λόγω χάρη.

Έχω αρχίσει να φοβάμαι ότι η μάχη του φωτός χάνεται στο γήπεδό του. Κάθε φορά που κάποιος εκφράζει μια άποψη που δεν εντάσσεται στην εθνική και θρησκευτική καμιά φορά και έμφυλη ορθότητα, αρχίζει μια περίεργη αναζήτηση. Σχεδόν ποτέ γι’ αυτό που ειπώθηκε. Σπάνια αναζητείται το ακριβές περιεχόμενο. Αρκεί η φήμη του. Και αυτή διαμορφώνεται από τον αντίπαλο λόγο. Αντίθετα, εδώ στο γήπεδο του φωτός, η αναζήτηση κατευθύνεται στην προσωπικότητα, στις τροπικότητες, στις προθέσεις. Ειδικά για τις προθέσεις παρατηρώ ότι εμπεδώνεται, πάντα στο γήπεδο του φωτός, μια ακραία επικίνδυνη αντίληψη και συμπεριφορά.

Είναι η ψευδής αναζήτηση της πρόθεσης κάποιου όχι για την κατανόηση της άποψης αλλά για την αποδόμησή της. Λέω ψευδής διότι δεν πρόκειται για πραγματική αναζήτηση αλλά για απόδοση. Αυθαίρετη και αρνητικά προσημειωμένη. Συμφωνώ ενδεχομένως με όσα λες, αλλά εσύ τα λες για λάθος λόγους ή είσαι το λάθος πρόσωπο. Γι’ αυτό καλύτερα να σιωπήσεις. Οι λάθος λόγοι συνδέονται συνήθως με προσωπικά  κίνητρα και σκοπιμότητες. Εδώ, στο στρατόπεδο του φωτός,  δεν παίζει το σενάριο «σε πλήρωσε ο Σόρος» ή «είσαι πράκτορας της παγκοσμιοποίησης»  αλλά η ηθελημένη πρόκληση του δημόσιου αισθήματος με στόχο το προσωπικό πολιτικό όφελος.

Μα γιατί αναρωτιέμαι να πρέπει να σωπάσει κάποιος που όλη του τη ζωή υποστηρίζει σταθερά τις ίδιες αξίες αν γίνει ή διεκδικεί να γίνει πολιτικός; Και ποιο είναι το προσωπικό όφελος που έχει  αν, όντας πολιτικός, επιλέξει να τοποθετηθεί κόντρα στο ρεύμα όταν η συνταγή για να είναι κανείς πετυχημένος είναι ο ποικιλόχρωμος λαϊκισμός;  Και αυτό ισχύει –με διαβαθμίσεις είναι αλήθεια- για όλους τους πολιτικούς χώρους. Αν θέλεις να επιζήσεις μην θίγεις το εθνικό και θρησκευτικό κατεστημένο.

Τελευταία επίσης ένα νέο αμείλικτο ερώτημα πλανάται στο γήπεδο του φωτός. Γιατί  τώρα;  Δεν υποστηρίζω ότι όλες αυτές οι αγωνίες είναι αμελητέες. Δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να είναι αρκετές για να περνάει κανείς από την άλλη όχθη του ποταμού. Δεν μπορεί να γίνονται άλλοθι. Η αναφορά στη συγκυρία, στο timing, είναι εδώ το άλλοθι. Σωστά είναι ενδεχομένως όσα λες αλλά γιατί τα είπες τώρα; Γιατί έγραψες για την επανάσταση του 1821; Μα ήταν ανήμερα της 25ης Μαρτίου. Δεν έπρεπε. Γιατί μίλησες για τη μεταφορά του Φωτός; Μα είναι παραμονές του Πάσχα και έχουμε κρίση.  Δεν έπρεπε! Και ούτω καθεξής.

Τα παραδείγματα είναι πολλά, αρκετά και αυτοαναφορικά. Γενικά, δεν πρέπει να μιλάς για τις γενοκτονίες ακόμα και όταν επίκειται η ποινικοποίηση της αντίθετης ιστορικής άποψης, με την οποία είσαι αντίθετος. Δεν πρέπει να θέτεις ζήτημα για τα θρησκευτικά ή τα αρχαία ελληνικά που διδάσκονται στο σχολείο ακόμα και όταν καλείσαι ν’ αποφασίσεις γι’ αυτό. Δεν πρέπει να επαναφέρεις το ζήτημα του χωρισμού της εκκλησίας με το κράτος ή της φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας ακόμα κι αν συζητείται το φορολογικό νομοσχέδιο. Οι καιροί  δεν το επιτρέπουν. Ήταν εξάλλου πάντα δύσπιστοι στα αουτσάιντερ. Αναρωτιέμαι αν όσοι διαμορφώνουν την κεντρική ατζέντα και τις πολιτικές προτεραιότητες σκέφθηκαν ποτέ ότι η Ελλάδα είναι εκεί που είναι και γιατί οι ίδιοι οι ορθολογιστές είτε σιώπησαν είτε με τον τρόπο τους απαίτησαν τη σιωπή των άλλων.

Μήπως τελικά οι καιροί ου μενετοί;
Αναρωτιέμαι ακόμα γιατί κατάντησε αιρετικό το αυτονόητο.

21 April 2014

Διαχρονικά ουραγοί

Κι εμείς τσακωνόμαστε για το Άγιο Φως

του Μιχάλη Μητσού, Τα Νέα, 20/04/2014


Ο Νίκος Δήμου δεν χρειάζεται συστάσεις. Ηπιος άνθρωπος, επιτυχημένος συγγραφέας και γοητευτικός ρήτορας, εκφράζει εδώ και δεκαετίες τις απόψεις του, αδιαφορώντας για το αν πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Μπορείς να συμφωνείς ή να διαφωνείς μαζί του, αλλά δεν μπορείς να αμφισβητήσεις τη συνέπειά του. Αυτήν τη συνέπεια προφανώς εκτίμησε ο Σταύρος Θεοδωράκης και ήρθε σε επαφή μαζί του πριν ιδρύσει Το Ποτάμι. Πράγματι, ο Δήμου ήταν ένα από τα 28 πρόσωπα για τα οποία ο Σταύρος Θεοδωράκης ανακοίνωσε στις 4 Μαρτίου ότι τον επηρεάζουν και τον υποστηρίζουν.



Η ζωή του 79χρονου συγγραφέα δεν άλλαξε μετά την ανακοίνωση αυτή. Συνέχισε να γράφει, να βγαίνει στην τηλεόραση και να προκαλεί συζητήσεις με τις, συχνά αιρετικές, αν θέλετε προκλητικές, αλλά πάντα ενδιαφέρουσες απόψεις του. Τις προάλλες έγραψε ένα άρθρο στο Protagon για τα αληθινά συμβάντα του Εικοσιένα ή, τέλος πάντων, αυτά που θεωρεί εκείνος αληθινά συμβάντα. Επεσαν να τον φάνε. Εδωσε διευκρινίσεις, είπε ότι πρόκειται για προσωπικές του απόψεις, έληξε. Προχθές έγραψε ένα κείμενο με τον τίτλο «Αντικληρικισμός και αντικομμουνισμός», που κατέληγε ως εξής: «Οσο πλησιάζει το Πάσχα και σκέπτομαι πως πάλι θα ξοδέψουμε χρήματα για να φέρουμε το (δήθεν) Αγιο Φως και να το υποδεχθούμε με τιμές αρχηγού κράτους, γίνομαι εμμανής αντικληρικός. Και υποθέτω πως το ίδιο θα γινόταν και ο Ιησούς που, απʼ ό,τι ξέρουμε, δεν πίστευε σε ειδωλολατρικά σύμβολα - και μάλλον θα μοίραζε τα χρήματα στους φτωχούς».

Σε μια άλλη δυτική χώρα, μια τέτοια παρατήρηση θα θεωρούνταν αυτονόητη. Ή, εν πάση περιπτώσει, λογική. Οι λειτουργίες του Κράτους και της Εκκλησίας πρέπει να είναι διακριτές, όπως επανέλαβε χθες σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο Σταύρος Τσακυράκης. Η μεταφορά του «Αγίου Φωτός» (που καθιερώθηκε το 1987 από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου) δεν μπορεί να γίνεται με τα χρήματα των φορολογουμένων και η παρομοίωσή του με αρχηγό κράτους είναι τουλάχιστον γελοία. Αλλά εδώ είναι Βαλκάνια. Η άποψη του Νίκου Δήμου έγινε πολιτικό θέμα και άρχισε να παίζει στα δελτία ειδήσεων. Η Λιάνα Κανέλλη χαρακτήρισε τον συγγραφέα «πασχαλινή ατραξιόν», η υποψήφια περιφερειάρχης των ΑΝΕΛ Μαρίνα Χρυσοβελώνη δήλωσε ότι δεν μπορεί ο «βουδιστής» Δήμου να προσβάλλει τα ιερά εκατομμυρίων πιστών και ο Τέρενς Κουικ κατηγόρησε Το Ποτάμι πως «λοιδορεί το Αγιο Φως» (sic). Φοβούμενος προφανώς τον εκλογικό αντίκτυπο, ο Θεοδωράκης πήρε αποστάσεις από τον Δήμου, λέγοντας ότι είναι ένας άνθρωπος που «είπε απλώς ότι στηρίζει Το Ποτάμι». Μόνο ο Ανδρέας Παπαδόπουλος της ΔΗΜΑΡ τόλμησε να τον υποστηρίξει δημοσίως. Για να ακούσει από τον Πάνο Καμμένο ότι είναι «τρόφιμος των μπουζουξίδικων»...

Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες συζητούν αυτή την περίοδο για τον κίνδυνο των ευρωσκεπτικιστών, τον ρόλο του Ευρωκοινοβουλίου και την τραπεζική ένωση. Εμείς τσακωνόμαστε για το Αγιο Φως. Δεν το λες ακριβώς δείγμα πολιτικού πολιτισμού.

16 April 2014

Ο Επίκουρος της γεύσης μας

της Γιούλης Επτακοίλη, Καθημερινή, 16/4/2014


«Αναγκάστηκα να σκάψω στα βάθη του μουσακά για να ανακαλύψω την αρχαιολογία της ελληνικής γεύσης, να αρμενίσω πάνω στο κεχριμπαρένιο ελαιόλαδο ψάχνοντας για την ουσία της, να ψάξω ανάμεσα στα φύλλα του μπακλαβά μη και βρω την καταγωγή της κουζίνας μας και, τέλος, να λουστώ στη λάμψη της άσπιλης λευκότητας του αρχαίου μαρμάρου της φέτας μήπως ανακαλύψω την αιώνια ελληνικότητα», έγραφε στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Η νέα ελληνική κουζίνα» (εκδ. Ικαρος) ο Επίκουρος όπως ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλβέρτου Αρούχ.


Ο κορυφαίος κριτικός εστιατορίων, θεωρητικός της γεύσης, αλλά και καθηγητής Οικονομικών στο Κολέγιο Deree, έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο νικημένος από τον καρκίνο. Αρθρογράφος γεύσης σε εφημερίδες και περιοδικά από το 1992, γνώστης της ελληνικής και όχι μόνο κουζίνας, στο τελευταίο του αυτό εμβληματικό βιβλίο μίλησε για τις αρχές, τις πηγές και την πορεία της Νέας Ελληνικής Κουζίνας. Ηταν το απόσταγμα της εμπειρίας του απ’ όλα αυτά τα χρόνια στις κουζίνες, τις ταβέρνες, τα αστεράτα εστιατόρια, την τριβή με ταπεινούς μάγειρες και βραβευμένους σεφ.

«Υπάρχουν δύο ρεύματα για το τι είναι ελληνική κουζίνα», έλεγε σε συνέντευξή του στην «Κ». «Ενα το οποίο επικεντρώνεται σε μια ουσιοκρατική διάσταση της ελληνικής κουζίνας, ότι δηλαδή ελληνική κουζίνα είναι η Αγία Τριάς “ψωμί, ελαιόλαδο, κρασί”, και ένα πιο μεταμοντέρνο και εξωστρεφές το οποίο με εκφράζει. Αυτό το ρεύμα εντοπίζει την ελληνικότητα του φαγητού μας στο βίωμα και τη μνήμη».

Την παραδοσιακή, την αστική, την τοπική, τη σουσουδίστικη, την επιδεικτική κουζίνα, το κυριακάτικο τραπέζι, τα υλικά που έρχονται από αλλού και ζυμώνονται για να δημιουργηθούν καινούργια πράγματα, όλα αυτά τα γνώριζε. Ηταν αυστηρός και δίκαιος κριτής, επαινετικός με τους νέους μάγειρες, αναγνώριζε την προσφορά των παλιών.

Είναι μέγα λάθος να «διαβάσουμε» την προσφορά του μόνο στο επίπεδο της γευσιγνωσίας. Ο Αλβέρτος Αρούχ, ο άνθρωπος πίσω από τον Επίκουρο που ευλαβικά συμβουλεύονταν επί χρόνια οι αναγνώστες, δεν μιλούσε μόνο για το φαγητό. Ανίχνευε θέματα ταυτότητας, γλώσσας, παράδοσης, ιστορικής συνέχειας. Εντέλει μιλούσε για την ίδια τη ζωή.

15 April 2014

Θύμα παραπληροφόρησης ο Παπανδρέου!

της Σοφίας Βούλτεψη, Ελεύθερη Ζώνη, 15/4/2014

Το καινούργιο «επιχείρημα» στο οποίο καταφεύγει εσχάτως ο κ. Γ. Παπανδρέου (Συνέντευξη στην ιταλική εφημερίδα «Κορριέρε ντέλλα Σέρα, 12 Απριλίου), είναι πως δεν γνώριζε την πραγματική κατάσταση της οικονομίας όταν υποστήριζε πως «λεφτά υπάρχουν», ουδείς τον ενημέρωνε, του έκρυβαν την αλήθεια.
Υποστηρίζει δηλαδή περίπου πως τότε που προσπαθούσε να οδηγήσει το κόμμα του στην εξουσία και τον εαυτό του στον πρωθυπουργικό θώκο, ο ίδιος ήταν ένας ανέμελος τύπος, που θεωρούσε πως από κάπου έβρισκε πάντα λεφτά η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η παραγωγικότητα βρισκόταν στα πατώματα και η χώρα εξηρτάτο απολύτως από τα δανεικά και τις εισαγωγές.
Φυσικά, αυτά μπορεί να τα λέει σε ξένους δημοσιογράφους, οι οποίοι λογικό είναι να μην γνωρίζουν σε βάθος την ελληνική πραγματικότητα. Μπορεί να εκπλήσσονται, αλλά δεν έχουν κανένα λόγο να τον αμφισβητήσουν.
Τον ρωτούν, απαντά και… τελεία – γι’ αυτό φαίνεται ότι ο πρώην πρωθυπουργός προτιμά να δίνει συνεντεύξεις (άνευ «αντιπάλου») μόνο στον ξένο Τύπο. Έτσι, στη συνέντευξή του στην «Κορριέρε», δηλώνει σχετικά με την τότε κρατούσα κατάσταση στην ελληνική οικονομία:
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ παρακολουθούσαν την κατάσταση. Μπορεί και να απέστειλαν προειδοποιητικές επιστολές στον τότε πρωθυπουργό και τους υπουργούς Οικονομικών. Δεν δημοσιοποιήθηκε, όμως, τίποτα. Η κυβέρνησή μου κλήθηκε να αποκαλύψει το μεγάλο ψεύδος, και να αποδείξει ότι ήταν πρόθυμη να αλλάξει ριζικά την όλη κατάσταση. Εγώ και η κυβέρνησή μου τιμωρηθήκαμε για αμαρτίες που έκαναν άλλοι, αλλά νομίζω ότι άξιζε τον κόπο. Θα προτιμούσα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- πριν από τις εκλογές του 2009, τις οποίες κερδίσαμε - να έλεγαν με σαφήνεια πώς είχε η όλη κατάσταση».
Οπότε, δεν τον παραπλάνησε μόνο η τότε κυβέρνηση, αλλά και οι μετέπειτα δανειστές του. Και επομένως, ακούγεται λογικό να υποστηρίζει πως ο ίδιος πλήρωσε τις αμαρτίες των άλλων.
Φυσικά, παραλείπει να πει πως ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής τον είχε από τον Φεβρουάριο του 2009 προειδοποιήσει πως η κατάσταση είναι ζοφερή, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε κάθε συνεργασία, επιμένοντας να ζητά εκλογές για να… σώσει τη χώρα (με την… πράσινη ανάπτυξη, βεβαίως), διότι… λεφτά υπήρχαν!
Ξαφνικά, μάλιστα, θέτει και θέμα μη ενημέρωσής του από την Κομισιόν και το ΔΝΤ, που πιθανόν να είχαν αποστείλει προειδοποιητικές επιστολές, τις οποίες, όμως, του απέκρυψαν!
Εγκαλεί μάλιστα Κομισιόν και ΔΝΤ, που δεν είχαν διεκτραγωδήσει την κατάσταση πριν από τις εκλογές του 2009. Η αλήθεια είναι πως δεν χρειάστηκαν ούτε επιστολές, ούτε άλλου τύπου ενημέρωση. Διότι υπήρχαν οι επίσημες εκθέσεις του ΔΝΤ και οι επισημότατες δηλώσεις όλων των αξιωματούχων της ΕΕ.
Στις 31 Ιουλίου 2009, το φως της δημοσιότητας είδαν οι εκθέσεις του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ, που λίγες μέρες αργότερα δημοσιεύθηκαν στον ελληνικό Τύπο. Σ’ αυτές η κατάσταση παρουσιαζόταν με τα πιο μελανά χρώματα, με κοινό τόπο και των δύο εκθέσεων ότι η ελληνική οικονομία είχε εισέλθει σε τροχιά ύφεσης και οι προβλέψεις στον τομέα της ανεργίας ήσαν εξαιρετικά αρνητικές.
Στις ελληνικές εφημερίδες της 7ης Αυγούστου, η έκθεση του ΔΝΤ δημοσιεύθηκε πρωτοσέλιδη, υπό τίτλους του τύπου «Νέα έκθεση-καταπέλτης για την ελληνική οικονομία». Σύμφωνα με την έκθεση, το ΔΝΤ συνιστούσε κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης, πάγωμα μισθών, αύξηση φόρων – ιδίως του ΦΠΑ και των φόρων στα ακίνητα – και απελευθέρωση απολύσεων.
Επίσης, το ΔΝΤ ζητούσε μέτρα ετήσιας απόδοσης 3,7 δις € από το 2010 μέχρι το 2013, αυστηρούς περιορισμούς στις αυξήσεις μισθών στο Δημόσιο, μείωση του πλεονάζοντος προσωπικού στον δημόσιο τομέα με περιορισμό των προσλήψεων σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά των αποχωρήσεων για λόγους συνταξιοδότησης, αναμόρφωση του συστήματος συντάξεων που μπορεί να περιλάμβανε χορήγηση συντάξεων με βάση τις συνολικές αποδοχές και όχι τις αποδοχές της τελευταίας πενταετίας όπως ίσχυε, μαχαίρι στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις των δημοσίων υπαλλήλων, μέτρα για την αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής, αλλαγή του καθεστώτος προστασίας της εργασίας με άρση των περιορισμών στις απολύσεις, ενίσχυση της μερικής απασχόλησης, κοινωνικό συμβόλαιο εργαζομένων – εργοδοτών – κράτους για την ενίσχυση της απασχόλησης που θα προβλέπει προσαρμογή των μισθών προς τα κάτω, διεύρυνση και επιτάχυνση της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και απελευθέρωση αγορών, προϊόντων και υπηρεσιών, μείωση αμυντικών δαπανών στα επίπεδα του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, συνέχεια των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της υγείας, καλύτερη διαχείριση δημόσιων νοσοκομείων, βελτίωση και κοστολόγηση των υπηρεσιών.
Ποια ήταν η απάντηση σε όλα αυτά (που σήμερα ο κ. Παπανδρέου παριστάνει ότι αγνοούσε) εκ μέρους της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης; Η ακόλουθη (επί λέξει):
«Η ΕΕ και οι διεθνείς αγορές χρηματοδοτούν το χρέος της Ελλάδας και ζητούν ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο με τομές στα έσοδα και στις δαπάνες, καθώς και ένα πρόγραμμα συγκεκριμένων διαρθρωτικών αλλαγών, μετρήσιμων, που μπορεί να αποδώσουν σε βάθος χρόνου. Χρειάζεται διαπραγμάτευση για το έλλειμμα, που πρέπει να το κάνει κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή. Το ΠΑΣΟΚ θα καταργήσει όλα τα φοροεισπρακτικά μέτρα που ανακοίνωσε τις τελευταίες εβδομάδες η κυβέρνηση και είναι εις βάρος των ασθενεστέρων οικονομικά στρωμάτων.»
Επομένως, αυτό που προκύπτει είναι πως το ΔΝΤ είχε αρκούντως προειδοποιήσει, είχε προτείνει όλα τα μέτρα που ελήφθησαν αργότερα, αλλά ο κ. Παπανδρέου… διέψευδε το Ταμείο, υποστηρίζοντας πως (για κάποιον λόγο παρόμοιο με αυτόν που προβάλλει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ), η ΕΕ και οι «αγορές» θα συνέχιζαν να μας χρηματοδοτούν.
Και αφού έγιναν όσα έγιναν (με την βοήθεια πλείστων όσων «κηπουρών»), τώρα ο κ. Παπανδρέου μας λέει πως «η έξοδος στις αγορές θα μπορούσε να έχει γίνει νωρίτερα, αν υπήρχε από την αρχή εθνική συνεννόηση». Φυσικά, για τον ίδιο η «αρχή» βρίσκεται στην δική του διακυβέρνηση και όχι σ’ αυτήν του προκατόχου του. Και επομένως, εθνική συνεννόηση μπορούσε να επιτευχθεί μόνο επί των ημερών του – και όχι επί των ημερών του προκατόχου του.
Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, αφού κέρδισε τις εκλογές, ο κ. Παπανδρέου έστειλε τον κ. Παπακωνσταντίνου στις Βρυξέλλες για να πει στους αγωνιούντες εταίρους πως αυτοί θα εφάρμοζαν το πρόγραμμά τους και πως όλοι οι υπόλοιποι να πήγαιναν να κουρεύονται!
Φυσικά, στις Βρυξέλλες έφριξαν. Και άρχισαν τις προειδοποιήσεις. Αλλά ο κ. Παπανδρέου συνέχισε αμέριμνος, μέχρι που έκλεισαν οι αγορές…
Και πέντε χρόνια μετά, ενώ ο ίδιος είχε παραπληροφορήσει τον λαό επαναλαμβάνοντας με διάφορες ευκαιρίες πως «λεφτά υπάρχουν» ή «λεφτά υπήρχαν» ή «θα αποδείξουμε στην πράξη πως λεφτά υπάρχουν», διαμαρτύρεται ότι έπεσε θύμα παραπληροφόρησης!


13 April 2014

«Αυτός είναι ο στίχος»

της Ξένιας Κουναλάκη, Καθημερινή, 10/4/2014

Μοιάζει λίγο με το σενάριο της «Τελετής» του Κλοντ Σαμπρόλ η είδηση που μεταδόθηκε χθες από το Γαλλικό Πρακτορείο: Δύο έφηβες 13 χρόνων σχεδίαζαν να δολοφονήσουν όλα τα μέλη της οικογένειας της μιας από αυτές. Ξεκίνησαν από το ευκολότερο υποψήφιο θύμα, τον 6χρονο αδερφό, κίνησαν όμως τις υποψίες της αστυνομίας και συνελήφθησαν. Η μία ήταν η ηθική αυτουργός, η δεύτερη εκτελεστής. Με φόντο μια πληκτική επαρχία της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Από μεσοαστικές οικογένειες κι οι δύο. Γιατί; Μπορεί για να ξορκίσουν την ανία τους. Ίσως για να εκδικηθούν τον αυταρχισμό των γονιών τους. Ακόμη και για πλάκα, ως χιτσκοκικό πείραμα στα χνάρια της «Θηλιάς». Το πιθανότερο είναι πως δεν θα μάθουμε ποτέ το κίνητρό τους. 

Όποιος είναι γονιός εφήβου, έχει βιώσει την παραλυτική βαρεμάρα κι εξοργιστική αδιαφορία του απέναντι στον χρόνο. Έχει ζήσει τους ράθυμους ρυθμούς του, την κούραση από τη ζωή στα... γλυκά 16. Έχει δει όμως ταυτόχρονα και το πρόσωπό του να συσπάται από μίσος. Έχει νιώσει την αγανάκτησή του για τις εγωπαθείς προσδοκίες να μετεξελιχθεί το παιδί σε ένα βελτιωμένο mini-me, ένα χαρισματικό χόμπιτ, που θα έχει όλες τις αρετές, που-εμείς νομίζουμε ότι-διαθέτουμε. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς φροϋδιστής για να διαπιστώσει πόσο καταπιεστικός θεσμός είναι η οικογένεια για τη διαμόρφωση μιας χειραφετημένης ολοκληρωμένης προσωπικότητας. 

Δεν είναι απαραίτητο να έχει φάει τη ζωή του στα ντιβάνια του ψυχαναλυτή για να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η σχέση, με τους γονείς, θα μας ακολουθεί κατά πόδας διά βίου. Στη συνέχεια, λες και δεν μάθαμε τίποτα, θα την κληροδοτήσουμε αυτούσια στα παιδιά μας. Όπως λέει και ο Φίλιπ Λάρκιν σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματά του, το This be the verse («Αυτός είναι ο στίχος»): 

«They fuck you up, your mum and dad  
They may not mean to, but they do. 
They fill you with the faults they had  
And add some extra, just for you. 
But they were fucked up in their turn 
By fools in old-style hats and coats  
Who half the time were soppy-stern  
And half at one another’s throats. 
Man hands on misery to man. It deepens like a coastal shelf. 
Get out of it as early as you can   
And don’t have any kids yourself. 
(σε ελεύθερη μετάφραση: «Σε πρήζουν τρελά, ο μπαμπάς κι η μαμά / Ίσως όχι επίτηδες, μα το κάνουν. Σε γεμίζουν με λάθη τους / και προσθέτουν κι άλλα, αφιερωμένα εξαιρετικά. Κι αυτοί όμως τα ίδια τράβηξαν / από κάτι χαζούς με παλιομοδίτικα ρούχα / Που τη μια γλυκόλογα ανταλλάσσουν / Και την άλλη αλληλοσπαράσσονται.Ο άνθρωπος χαρίζει δυστυχία απλόχερα. Βαθαίνει σαν ύφαλος, απότομα / Βγες όσο νωρίτερα μπορείς / Και προς Θεού, παιδιά μην κάνεις»). 

Η ιερότητα του θεσμού της οικογένειας, που ενίοτε λαμβάνει δυσλειτουργικές εκφάνσεις, έχει αρχίσει σταδιακά να αμφισβητείται και στη χώρα μας. Από τον «Κυνόδοντα» μέχρι τα δελτία ειδήσεων. Καμιά φορά μέσα στις πυκνοκατοικημένες πολυκατοικίες σχεδιάζονται και διαπράττονται οικογενειακά εγκλήματα. Μεταφορικά συνήθως. Σπανίως όμως και κυριολεκτικά.

12 April 2014

Δύσκολοι καιροί για αξιολογητές

του Απόστολου Λακασά, Καθημερινή, 10/4/2012


Εξαλλοι συνδικαλιστές της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ προ ημερών έξω από το υπουργείο Παιδείας σταματούσαν τα ταξί με τους σχολικούς συμβούλους, οι οποίοι πήγαιναν στο σεμινάριο για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, τους έβγαζαν έξω και τους προπηλάκιζαν ως «προδότες», «πουλημένους» κ.λπ. Αφήνοντας κατά μέρος τις γραφικότητες των συνδικαλιστών, η ουσία στο ζήτημα της αξιολόγησης είναι ότι δεν υπάρχει η μία βασική προϋπόθεση για επιτύχει το εγχείρημα στα σχολεία: η αξιοπιστία της πολιτείας. Μετά τα τελευταία επεισόδια (είχαν προηγηθεί ανάλογα σε προηγούμενα επιμορφωτικά σεμινάρια), η Αννα Διαμαντοπούλου σε διαδικτυακή ανάρτησή της στήριξε την προσπάθεια του νυν υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου λέγοντας ότι «το 2011 όταν ξεκινήσαμε σταδιακά με την αυτοαξιολόγηση ως πρώτο βήμα για την αξιολόγηση, 5.000 σχολεία δήλωσαν συμμετοχή! Μέσα σε μια εβδομάδα και μετά από άγριες επιθέσεις και ξύλο επέμειναν στη συμμετοχή τους 600! Το σημερινό προεδρικό διάταγμα για την αξιολόγηση, υλοποιείται με μεγάλη καθυστέρηση δύο ετών, και φοβάμαι ότι είναι αρκετά γραφειοκρατικό. Το σημαντικό όμως είναι ότι έγινε, ότι πρέπει να ξεκινήσει και στην πορεία μπορεί και αυτό να αξιολογηθεί και να διορθωθεί». Για όλα αυτά πρέπει να υπερβούμε νοοτροπίες κομματισμού και «κολλητών» και να εμπιστευθούμε την εκπαιδευτική κοινότητα, «δηλαδή χρειαζόμαστε πολιτική και πολιτικούς με αρχές!» όπως λέει και η πρώην υπουργός.


Τροχοπέδη για ουσιαστική αξιολόγηση στα σχολεία σήμερα είναι ότι αυτή γίνεται σε εποχή έντονης ανησυχίας ότι τα αποτελέσματά της θα χρησιμοποιηθούν για να επιλεγούν κάποιοι που θα απολυθούν. Ποιος διαβεβαιώνει τους εκπαιδευτικούς περί του αντιθέτου; Ποιος μιλά ανοιχτά για θέματα «αγκάθια»; Ποιος παρέχει τα εχέγγυα για μια ουσιαστική, ειλικρινή και ακομμάτιστη αξιολόγηση;

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 όταν οι Γερμανοί μαθητές «πάτωσαν» στον διαγωνισμό PISA του ΟΟΣΑ ο υπουργός Παιδείας της Γερμανίας είχε καλέσει τους συνδικαλιστές και εκπαιδευτικούς να στηρίξουν την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος για να διορθωθούν οι αιτίες της αποτυχίας. Και υπήρξε γενική συναίνεση στο αίτημα. Στην Ελλάδα πότε έγινε ουσιαστικός διάλογος από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές για το σχολείο που θέλουμε; Αντίθετα, εφαρμόζονται πολιτικές «πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα» ανάλογα με τα κονδύλια ΕΣΠΑ που μπορεί να απορροφηθούν, απέναντι σε συνδικαλιστές με μαξιμαλιστικά αιτήματα και κομματικές ατζέντες.

Οσο για τους σημερινούς συνδικαλιστές που δίνουν σόου κάθε Παρασκευή (η ημέρα των σεμιναρίων) μπροστά στο υπουργείο Παιδείας, η δήθεν προοδευτική άποψη «συμφωνώ με την αξιολόγηση, αλλά όχι αυτή» που πρεσβεύουν, μοιάζει με την πρόταση για διάλογο tabula rasa που έκανε ο πρώην υπουργός Παιδείας Αρης Σπηλιωτόπουλος το 2009. Και είναι γνωστό πού κατέληξε ο διάλογος...

11 April 2014

Ο διαλογισμός ενός δημοσιογράφου στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου.

Κώστας Ονισένκο, 11 Απρ. 2014

από την ηλεκτρονική εφημερίδα Richmascorner.gr, 11/4/2014
Το κείμενο που ακολουθεί, είναι ένα κομμάτι από την πρόσφατη περιπέτεια του συναδέλφου από την Καθημερινή Κώστα Ονισένκο στην Κριμαία. Νομίζω ότι ο αφηγηματικός Κώστας πρέπει να διαβαστεί πολύ, όπως επίσης νομίζω ότι θα πρέπει να βραβευτεί από εκείνους που κάθε χρόνο επιλέγουν να βραβεύουν δημοσιογράφους. Ξέρω ότι ο Κώστας είναι σεμνός και θα ενοχληθεί ενδεχομένως από την πρότασή μου, ειδικά σήμερα πια, αλλά πιστεύω ότι πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να του σφίξουμε το χέρι ξανά και ξανά.
Kώστας Ονισένκο (αριστερά με τραύμα στο πρόσωπο): Το να έχεις κλειστοφοβία δεν βοηθάει την ώρα που βρίσκεσαι κλεισμένος σε ένα πορτ μπαγκάζ αυτοκινήτου. Απ’ όσα μου είχαν συμβεί εκείνο το βράδυ, το συγκεκριμένο ήταν μάλλον το πιο τρομακτικό. 
Τα τελευταία λεπτά, μπορεί να ήταν τρία ή δέκα (τέτοιες στιγμές ο χρόνος δεν είναι εύκολα μετρήσιμος), είχα πειστεί ότι πρόκειται να πεθάνω άμεσα. Είχε προηγηθεί κυνηγητό με αυτοκίνητα για χιλιόμετρα, εγκλωβισμός, διαφυγή, πάλι εγκλωβισμός. Μπορεί να είναι αρκετά διασκεδαστικό στις ταινίες. αλλά όχι όταν συμβαίνει σε σένα τον ίδιο. Άνθρωποι με όπλα και μάσκες  περικυκλώνουν το αυτοκίνητο και ανοίγουν τις πόρτες. Εμείς τις ανοίγουμε για την ακρίβεια, γιατί μας απειλούν με πιστόλια, πυροβολούν στον αέρα. Τρώω την πρώτη μπουνιά στο πρόσωπο, ακριβώς την ώρα που με τραβάνε έξω, πέφτω στην άσφαλτο, παραδόξως δεν πονάω, υποπτεύομαι ότι έχει σπάσει η μύτη από το ρυάκι που πέφτει πάνω στο παλτό μου και από εκεί στην άσφαλτο. Περίεργο πράγμα το μυαλό, μια σκέψη πετάγεται: Ευτυχώς που έβαλα το δερμάτινο που δεν ποτίζει γιατί το αίμα δεν φεύγει εύκολα από τα ρούχα, θυμάμαι ότι πρέπει να τα βάζεις σε κρύο νερό να μουλιάσουν μετά ή κάτι τέτοιο. Συνεχίζουν να μας χτυπάνε με κλωτσιές. Εάν μου είχαν επιτεθεί με μαχαίρι θα έπρεπε να προστατέψω την κοιλιά, τον λαιμό και τον θώρακα. Τώρα έχω διπλώσει τα χέρια επάνω στο κεφάλι μου, είναι σημαντικό να σώσω τα δόντια, το σαγόνι και τους κροτάφους. Το καταλαβαίνουν και αυτοί, ένας μου ρίχνει μια γερή πίσω στο κεφάλι.

Φωνάζω, όχι από πόνο αλλά για να του δώσω την ικανοποίηση, αλλιώς θα ξαναχτυπήσει. Μάλλον μπάτσος. Νυν, πρώην, εσαεί. Οι στρατιωτικοί δεν θα έκαναν τέτοια καραγκιοζιλίκια. Σε αυτά τα μέρη ο στρατός κάνει καθαρές δουλειές, ούτε φωνές υπέρ της μαμάς Ρωσίας, ούτε πυροβολισμοί στον αέρα, ούτε δισταγμοί. Έκοψαν ολόκληρη Κριμαία χωρίς μια σφαίρα. Ούτε και μαφία: δεν θα είχαμε φύγει όρθιοι. Σίγουρα μπάτσοι. Υπηρεσιακά πιστόλια Μακάροφ, πιο μικρά από τις παλάμες τους. Καλός ο πατριωτισμός, αλλά ακόμα και οι στρατιωτικοί έχουν καταλάβει ότι ο σχεδιασμός καλών όπλων χειρός έχει σταματήσει σε αυτά τα μέρη το 1947 και έχουν προμηθευτεί αυστριακά Glock. Αποτελεσματικά, αξιόπιστα, η χαρά του ένστολου φονιά. Θυμάμαι μια διαφήμιση που έλεγε ότι αποδεδειγμένα δεν μπλοκάρουν ακόμα και μετά από ένα εκατομμύριο πυροβολισμούς. Ο διαφημιστής μάλλον έχει σκεφτεί να καθαρίσει όλη τη Θεσσαλονίκη. Θα πρέπει να πέρασε πραγματικά άσχημα στην πενταήμερη. Σκέφτομαι την ηλίθια διαφήμιση, σχεδόν χαμογελάω όταν ένας με σηκώνει, μου αδειάζει τις τσέπες, μου βγάζει το δερμάτινο. Κολλάει το όπλο στα πλευρά και λέει να μπω στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου μας. Ναι, το πορτ μπαγκάζ, από κει ξεκινάει η ιστορία μου.
Μεγάλο το πορτ μπαγκάζ, εκτός από εμένα χωράει και τον Βόβα, κάμεραμαν, χτυπημένος πολύ. Προσπαθούν να χώσουν μέσα και τον Αντρέι που είναι ο μόνος ατάραχος. Τους μιλάει, ψάχνει τρόπο να βρει τα κουμπιά τους. «Παιδιά, και στο Κίεβο μας την πέφτουν και εσείς μας την πέφτετε, τι συμβαίνει;», ακούω να λέει. Έμπειρος δημοσιογράφος, δεκάδες αποστολές, πόλεμοι, Αφρική. Έμελλε να την πατήσει στην πατρίδα του. Μάλλον τους πείθει. Αργότερα θα του πω ότι είναι ευτύχημα ότι από τους ανθρώπους που ξέρω εκείνος ειδικά βρέθηκε δίπλα μου, άνθρωπος να βασιστείς. Μυαλό και θάρρος, καλός συνδυασμός. Το πορτ μπαγκάζ κλείνει από πάνω μου. Σκοτάδι. Τι θέλουν από μας; Πήραν τον εξοπλισμό, μας τρόμαξαν, μας χτύπησαν. Πήραν χαρτιά, ατζέντες, έγγραφα για να συνεχίσουν τη δουλειά οι υπηρεσίες. Τι θέλουν; Να μας μεταφέρουν αλλού για να μην βρεθούν τα πτώματα; Μπορεί. Να ζητήσουν λύτρα; Αυτό είναι αστείο, εκτός από τη μάνα μου κανένας δεν θα πλήρωνε δεκάρα. Η μάνα μου, άλλη σκέψη. Εκείνη την ώρα η ζωή δεν περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Μόνο το πρόσωπο της μάνας που κλαίει. Εκείνη θα νοιαστεί, θα τρέξει, θα βάλει τα μαύρα μέχρι να πεθάνει. Μην κλαις μάνα, έτσι είναι τα πράγματα, άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν. Μανούλα, θα σου δώσω ακόμα μια στεναχώρια. Στάσου. Δεν πέθανα ακόμα, ζω σε ένα πορτ μπαγκάζ.

Το αυτοκίνητο ξεκινάει, αρχίζει να με καταβάλλει η κλεισούρα. Σκέφτομαι ότι ακόμα και αν δεν με πυροβολήσουν μάλλον θα πεθάνω από καρδιακό επεισόδιο. Η κλεισούρα. Οι τοίχοι. Δεν μπορώ να κινηθώ, δεν μπορώ να τρέξω. Νιώθω το οξυγόνο να καταναλώνεται. Η καρδιά αρχίζει να χτυπάει πιο γρήγορα, οι ανάσες γίνονται πιο κοφτές, πλησιάζω τα όρια του πανικού. Στα επόμενα λεπτά θα έχω αρχίσει να ουρλιάζω και να χτυπιέμαι. Μετά μπορεί να λειτουργήσει κάποια δικλείδα ασφαλείας και να λιποθυμήσω, διαφορετικά πάπαλα. Ακόμα και η σκέψη γίνεται πιο δύσκολη όσο περνάει η ώρα. Σκέφτομαι να χτυπήσω το κεφάλι μου για να λιποθυμήσω. Όχι, δεν φτάνει ο χώρος για να πάρω φόρα και το μέταλλο του αυτοκινήτου είναι πιο μαλακό από τον τοίχο που χρειάζομαι. Έπρεπε να το είχα χτυπήσει όταν αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος, τώρα είναι αργά. Πρέπει να σκεφτώ γρήγορα! Ο χρόνος έχει στραφεί εναντίον μου.
Οι «ατσαλάκωτοι», αυτή η σιχαμερή φάρα των ανθρώπων που δεν έχουν σμπαραλιαστεί στη ζωή τους, δεν έχουν ακουμπήσει τον ανυπόφορο πόνο, δεν έχουν εκτεθεί, δεν έχουν πλαντάξει στο κλάμα, δεν έχουν χάσει το πιο πολύτιμο. Άνθρωποι άτυχοι, δεν έμαθαν ότι η ομορφιά δεν βρίσκεται στο να αποφεύγεις τον πόνο αλλά να τον ξεπερνάς, να του χαμογελάς, να τον χρησιμοποιείς σαν πρώτη ύλη για να φτιάξεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Δεν απέκτησαν τα εργαλεία να επιζούν μέσα στην φρίκη. Στο πορτ μπαγκάζ της ζωής μου σκέφτομαι ότι δεν είμαι απ’ αυτούς, σίγουρα υπάρχει μια παρακαταθήκη μέσα μου για αυτές τις καταστάσεις. Ναι, έχω κάτι. Τον διακόπτη που κλείνει την λειτουργία του μυαλού, κλείνει τους φόβους, το άγχος, την ελπίδα. Κυρίως την ελπίδα, χειρότερη απ’ όλες τις πλάνες. Ο διαλογισμός. Κάτι σαν τη προσευχή, αλλά πιο αποτελεσματικό στις έκτακτες καταστάσεις. Επικίνδυνο εργαλείο, σε σώζει μια φορά και συνεχίζει να σε σώζει για πολύ καιρό ακόμα, θες δε θες. Συνήθως δε θες, η βόλεψη είναι πολύ βολικό πράγμα, η βόλεψη στη ρουτίνα, στην θαλπωρή, ακόμα και η βόλεψη στον φόβο.

Κανείς δεν θέλει να κοιτάξει πραγματικά μέσα του, πέραν από το μυαλό και τον εγωισμό σου. Στο πορτ μπαγκάζ που βρίσκομαι δεν έχω άλλη επιλογή, κλείνω τα μάτια. Επικεντρώνομαι στην ανάσα μου, χαλαρώνω το σώμα μου. Διώχνω μια μια τις σκέψεις που έρχονται και προσπαθώ να κοιτάξω μέσα μου. Οι ανάσες σταθεροποιούνται, οι σφυγμοί πέφτουν. Παύω να προσέχω το τράνταγμα του αυτοκινήτου που κινείται. Με επαναφέρει ο Βόβα που βογκάει. Θέλω να του πω να σκάσει αλλά είναι καλό παιδί. Χώρισε πρόσφατα, τον νιώθω. Σε δύο μέρες από τώρα θα μάθει ότι ένα σπασμένο πλευρό του έχει καρφωθεί μέσα στον πνεύμονα και αιμορραγεί. Θα μπορούσε να είχε πεθάνει. «Βόβα, μην φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά. Κάνε διαλογισμό. Χαλάρωσε το σώμα σου, επικέντρωσε την προσοχή σου μόνο στο σημείο της μύτης όπου νιώθεις την ανάσα σου και προσπάθησε να μην σκέφτεσαι απολύτως τίποτα. Κατάλαβες;» Φυσικά και κατάλαβε, δεν έχει και άλλη επιλογή. Σε λίγο ησυχάζει, μπήκε και αυτός στο λούκι.
Ξαναβυθίζομαι. Πιο εύκολα αυτή τη φορά. Παύω να νιώθω το σώμα μου, οι σκέψεις φεύγουν μια μια, σχεδόν ακούω το μυαλό μου να επιβραδύνεται. Όλα όσα έζησε κανείς, όσα του έμαθαν οι γονείς, το σχολείο, οι φόβοι, οι ανασφάλειες, οι φιλοδοξίες, τα πρόσωπα, οι έρωτες, είναι όλα μικρά πολύχρωμα λέπια που συσσωρεύτηκαν επάνω σε μια χρυσή οθόνη. Από κάπου ανοίγει ένα παράθυρο και μπαίνει ρεύμα δροσερού αέρα, τα λέπια σαλεύουν, σηκώνονται. Δεν είναι τόσο βαριά όσο φαίνονται, στροβιλίζονται, παίζουν με το φως. Όλα όσα έζησε κανείς σε όλη τη ζωή του δείχνει να είναι παιχνίδι στα μάτια ενός παιδιού. Από που έρχεται όμως το φως; Αναρωτιέσαι. Έρχεται από την ίδια την οθόνη που βρίσκεται ακριβώς από κάτω και τώρα καθαρίζει λιγάκι, όχι μέχρι σημείου να διαβάσεις αυτά που θέλει να σου δείξει αλλά ίσα ίσα να περάσει το φως. Χρειάζεται πολύς αέρας ακόμα για να καθαρίσει, χρόνια αεράκι ή μια δυνατή θύελλα. Φύσα! Φυσάει κρύος αέρας, αυτή τη φορά από το πορτ μπαγκάζ που ανοίγει. «Βγείτε γρήγορα, ελάτε μπροστά, την κοπανάμε από δω!». Ο Αντρέι δείχνει να έχει χάσει την ψυχραιμία του.
Είμαστε έξι στο αυτοκίνητο. Εκτός από εμένα, τον Αντρέι και τον Βόβα υπάρχει και ένας ακόμα εικονολήπτης, ο Πάσα. Έχει τέσσερα δόντια σπασμένα, αιμορραγεί. Ο οδηγός, δεν θυμάμαι το όνομά του, και η Λένα. Το κορίτσι. Κάθεται στα γόνατα ενός από τους εικονολήπτες. Ευτυχώς δεν την πείραξαν, σκέφτομαι. Το μυαλό κάνει επανεκκίνηση, προσπαθεί να βρει οικείες φόρμες: «Λένα, μια ευκαιρία είχα να καθίσεις στα γόνατά μου και την έχασα» λέει φωναχτά το μυαλό μου. Ο εαυτός κοιτάει το μυαλό και χαμογελάει. «Ανόητο μυαλό, τρόμαξες. Έχασες μερικές στιγμές και τρόμαξες. Ξαναδούλεψε τώρα που σε χρειάζομαι». Μπλόκο στο δρόμο, ίση απόσταση Σεβαστούπολη – Συμφερούπολη. Τα «παιδιά» έχουν ενημερωθεί, γελάνε, κάνουν «τυπικό έλεγχο» στο αμάξι μπας και τους ξέφυγε καμιά κάμερα, κανένα μικρόφωνο. «Τι έγινε; Πάθατε κανένα ατύχημα;» με ρωτάει δείχνοντας τα σπασμένα μούτρα. Χαμογελάω. «Ξέρετε πως είναι στα μέρη σας, βότκα, γυναίκες, χαβιάρι. Συμβαίνουν και ατυχήματα» λέω. «Να προσέχετε την άλλη φορά. Μην πηγαίνετε σε επικίνδυνα μέρη» λέει. Φυσικά, ό,τι πεις. Μας αφήνουν. Το μυαλό δουλεύει πια με χίλια. Ανανεωμένο από την ξεκούραση και χωρίς την έπαρση που το διακατέχει συνήθως, πιάνει συζήτηση με τον εαυτό.
«Τι κάνεις; Γιατί το κάνεις; Αξίζει τον κόπο;» ρωτάει. «Είναι η δουλειά μου. Δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο. Μου αρέσει» απαντάει. «Τι σου αρέσει; Τι θέλεις; Χρήμα; Δόξα; Γυναίκες; Ένταση;» ρωτάει. «Δεν έχει τίποτα απ’ όλα αυτά. Είναι ψέμα, πλάνη. Θέλω να κάνω κάτι καλό. Θέλω να μεταφέρω το φως εκεί που υπάρχει σκοτάδι. Να πω ιστορίες. Θέλω να μάθω την αλήθεια και να την πω στους άλλους» απαντάει. «Σε ποιους άλλους; Τους ξέρεις τους άλλους. Τους έχεις δει να έρχονται και να φεύγουν. Έχεις καταλάβει να αξίζουν; Δεν τα έχουν τάχα τακτοποιημένα στα κεφάλια τους; Τις ιδεολογίες τους, τις ταμπέλες τους. Είσαι παραμυθάς ή παραμυθιάζεσαι που πιστεύεις ότι θα κάνεις κάτι καλό για αυτούς;» ρωτάει. «Το κάνω για μένα. Και εν τέλει δεν είναι έτσι όλοι. Υπάρχουν κάποιοι που χρειάζονται τη δουλειά μας. Υπάρχουν άνθρωποι με ανοιχτά αυτιά. Και αυτοί που τα έχουν κλειστά μπορεί να τα ανοίξουν κάποτε. Και πρέπει να υπάρχει κάποιος δίπλα τους» απαντάει. «Και ποιος τάχα μου είσαι εσύ που πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο; Τι αξίζεις; Ποιος είσαι;» ρωτάει. «Δεν είμαι κανείς. Δεν είμαι τίποτα. Αξίζω όσο το τελευταίο κείμενο που έγραψα, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Αυτό κάνω, αυτό μπορώ να κάνω και προσπαθώ να το κάνω όσο καλύτερα μπορώ» απαντάει. «Και τι μπορείς να κάνεις σήμερα;» ρωτάει. «Όχι πολλά αλλά πρέπει να γράψω κάτι, γιατί αν δεν το κάνω εγώ δεν θα το κάνει κανένας άλλος: Επίθεση από άνδρες με κουκούλες δέχτηκαν δημοσιογράφοι στην Σεβαστούπολη, κοντά στην Κριμαία όταν...» 

03 April 2014

Βοηθός κληρικού πνίγεται στη βάφτιση

Γουαδελούπη (Guadalupe) είναι μία πόλη στην επαρχία Santa Barbara της Καλιφόρνια/ΗΠΑ. Ο εφημέριος της «Santa Maria, εκκλησία του Ιησού Χριστού, ουράνιο φως», Mauricio Cervantes, 43 ετών, ήθελε να βαφτίσει πανηγυρικά στη θάλασσα του Ειρηνικού έναν ενήλικα ο οποίος ήθελε να προσχωρήσει στην «αληθινή θρησκεία» και για το σκοπό αυτό είχε καλέσει τον βοηθό και ξάδελφό του, βοηθό πάστορα Benito Flores, 43 ετών, να συμπράξει στην τελετή.
Πάνω που ο εφημέριος διεκπεραίωνε τα μαγικά της τελετής για να κατέβει το άγριο ψέμα εξ ουρανού, ένα τεράστιο κύμα ξέπλυνε την παραλία και παρέσυρε τον υποψήφιο χριστιανό, αλλά και τον βοηθό πάστορα. Το κύμα μάλλον αγνοούσε ότι γινόταν σπουδαία τελετή, στην οποία συμμετείχε ο ίδιος ο δημιουργός των κυμάτων, έστω με την υπόσταση του πτηνού…
Ο βαφτιζόμενος έκανε κινήσεις κολύμβησης και άρχισε να βγαίνει προς την ακτή, ενώ ο βοηθός που μάλλον δεν ήξερε κολύμπι στα άπατα, δεν έδινε σημαία ζωής. Βουτάει και ο πάστορας στο νερό για να βρει τον βοηθό του, αλλά εκείνη τη στιγμή έρχεται και σκάει ένα δεύτερο κύμα, με το οποίο τραβήχτηκαν όλοι ακόμα πιο βαθιά στη θάλασσα και μαζί τα ιερά σύνεργα της βάφτισης…
Πάνω στην ώρα έφτασαν και διασώστες, οι οποίοι έψαξαν στα νερά να βρουν τον βοηθό του πάστορα, ενώ οι άλλοι δύο βγαίνανε έξω με δικές τους δυνάμεις. Ο βοηθός δεν φαινόταν πουθενά, ούτε και τον έβγαλαν το κύματα έξω μετά από 2-3 ώρες που κόπασε η θάλασσα. Με τη θερμοκρασία του νερού εκεί ένας κολυμβητής αντέχει το πολύ μισή ώρα…
Τα ερωτήματα που δημιουργούνται είναι πολλαπλά:
 Ο μακαρίτης βοηθός πάστορα ήταν, τι έφταιξε να πνιγεί, ακόμα κι αν ο νεοφώτιστος ήταν ένας απαράδεκτος αμαρτωλός και δεν τον ήθελε ο τιμωρός θεούλης στον κύκλο των πιστών του;
  Μήπως δεν είχε προλάβει να κατέλθει το άγιο ψέμα, οπότε μόνο οι διασώστες θα μπορούσαν να έχουν επέμβει έγκαιρα στην κρύα θάλασσα;
  Μήπως είναι ευκαιρία να καταλάβουν όλοι ότι όλα αυτά με τις βαφτίσεις είναι σαχλαμάρες και θα έπρεπε να απαγορευτούν, τη στιγμή που ακόμα και στην κολυμπήθρα πνίγονται παιδιά κατά τη βάφτιση;

Τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί, αφού οι μαγικές τελετές αφήνουν χρήμα και οι μάγοι που επικοινωνούν με τον ανύπαρκτο φίλο τους, αποκτούν εξ αυτών κύρος και εξουσία στις θρησκευτικές ομάδες που επηρεάζουν…

01 April 2014

Είμαι το διεσταλμένο ρόδο, δίχως σεμνότητα

της Αδαμαντίας Ξηρίδου, Αναδημοσίευση

                                                          Περνούσε το βαποράκι
της συγκοινωνίας για τα θαλάσσια λουτρά
και οι παχιές γυναίκες με τα πολλά παιδιά
χειροκροτούσαν απ το πλοίο έξαλλες

Είμαι μία από αυτές. Με τον Αργύρη, τη Μαντώ και το Χρήστο. Με κοιλιά από τις γέννες και το προγούλι πνίγει το πρόσωπο. Έχω μεγάλα στήθια· δεν τα χρειάζεται κανένας. Στις αρχές ο Φίλιππος έγλειφε κάθε νύχτα τις ρόγες μου. Ύστερα τα μωρά τύλιγαν τη γλώσσα για να δεθούν πάνω μου. Σήμερα είναι δυο σακιά που κρέμονται.
Ίδιες όλες. Μικροί τσιφλικάδες ψυχών, των παιδιών μας. Πέρα απ’ αυτά δεν είχαμε. Τα χρήματα, όταν υπήρχαν, δεν ήταν δικά μας. Τα κάλλη μας θησαυρίζονταν σ’ ένα ασέληνο αμπάρι, που μόνο ο άντρας μας μπορούσε να ανοίξει. Για λίγο · την Κυριακή συνήθιζε. Τα πτυχία, όσες είχαν τολμήσει, κιτρίνιζαν σε μια κορνίζα, στο πατρικό.
Το βαποράκι μπατάριζε στη μεριά που καθόμαστε οι μανάδες και οι γιαγιάδες. Στην άλλη, μαζευόταν το παιδομάνι. Βάζαμε τα αδέλφια κοντά. Στη στιγμή ανακατεύονταν με τους φίλους τους, προσποιούνταν πως άλλος πήρε τη θέση τους.
─ Ε, κοιτάξτε στον ουρανό τους γλάρους, λέγαμε.
Γραμμή, εκείνα, στο αντίθετο: έσκυβαν να πιάσουν το κύμα καθώς μούσκευε το σκαρί. Παλουκωμό δεν είχαν, μας ξεκούφαιναν, κι εμείς, ένας θίασος που υποκρίνεται ότι θυμώνει, να ξεστομίζουμε απειλές: «αυτή είναι η τελευταία σου φορά!»
Ο ιδιοκτήτης ήθελε να έχει τον έλεγχο στο χρήμα και το τιμόνι. Έκοβε τα εισιτήρια και πιλοτάριζε το μοτοράκι. Τα υπόλοιπα δουλειά του Ντόντεκ. Από το Γκντανσκ της Βαλτικής στον κόλπο του Θερμαϊκού, κάποιο φορτηγό τον είχε ξεβράσει. Τα πλοία που ήταν μαθημένος ο Πολωνός θέλανε μισή μέρα να σαλπάρουν από το λιμάνι. Το μοτοράκι σ’ ένα τέταρτο από την προκυμαία έφτανε στο Μπαξέ. Στα μπουρίνια, ο Ντόντεκ αναλάμβανε γενικά καθήκοντα. Ο Έλληνας γνώριζε σε ποιον εμπιστεύεται την περιουσία του και στην πόλη είχε διαδοθεί πως το όνομα του μούτσου σήμαινε «δώρο και ήρωας». Κάποιες βαστούσαν ένα κομμάτι μπουγάτσα να του δώσουν στη διαδρομή.
Πρώτες μέρες του Ιουλίου γυρίζαμε ενώ είδαμε τα σύννεφα να μαυρίζουν. Τα παιδιά διηγιόνταν τα κατορθώματά τους και πόσο κράτησαν την αναπνοή στο μακροβούτι όταν τα μπουμπουνητά σκέπασαν τη φωνή τους. Κατά τις οδηγίες, κάθισαν κατάχαμα στο κατάστρωμα για σιγουριά.
                Ο Χρήστος γλίστρησε, δε σάλευε πόντο. Νόμισα έκανε αστείο από τα συνηθισμένα του. Στρώθηκα, εκατό και βάλε κιλά, στο σίδερο να τον κρατώ αγκαλιά. Η μηχανή έκαιγε το μαζούτ. Γέμισε τα πνευμόνια μας βρώμικο αέρα. Τα κλάματα των παιδιών θα έφταναν μέχρι το λιμάνι. Ένα καΐκι πλεύρισε να μας αρπάξει, μην τυχόν το δικό μας μείνει καταμεσής. Δόξα τω Θεώ! Το μοτοράκι διπλόδεσε. Άδειασε άρον άρον. Ο μικρός μου δεν ησύχασε. Έφυγαν όλοι. Σωριασμένη μαζί του. Έρχεται ο Ντόντεκ:
─ Πού πας με τρία παιδιά! Να σε βοηθήσω.
Τα είχα χαμένα. Σπίτι ποιος άκουγε το Φίλιππο που δεν πρόσεξα το μικρό, που θέλω μπάνια και παραλίες. Λεφτά να πάμε σε γιατρό δεν είχα. Φυσούσε. Ο Λευκός Πύργος φάνηκε σε μένα και τα παιδιά μου γίγαντας, που κουδούνιζε μια αρμαθιά κλειδιά για να μας φυλακίσει.
Ο Ντόντεκ φέρνει ένα κομμάτι πάγο να το βάλουμε στο πόδι του Χρήστου. Τον σηκώνει αγκαλιά. Το χαλάζι έριχνε πετριές κι ο Ντόντεκ με την παλάμη κάλυψε το κεφάλι του παιδιού. Σαν να κατάλαβε που δεν είχα τ’ απαραίτητα δίπλωσε στη χούφτα μου ένα πενηντάρικο. Το χαρτί υγρό. Από ιδρώτα, από το νερό.
Οι σανίδες στην προκυμαία είχαν μουλιάσει. Το ξύλο κατάπινε τα βήματά μας. Έτσι δε θα μας πρόσεχαν γύρω. Όσο ήμαστε στο Μπαξέ αναβάλλαμε την επιστροφή. Έπρεπε να είχαμε φύγει. Εγώ έφταιξα, που ξεχάστηκα στην χαρά να κολυμπήσω, που είχα αφήσει το σώμα στον ήλιο και στα μάτια του κόσμου.
Ο Ντόντεκ φώναξε ένα ταξί. Η Μαντώ κι ο Αργύρης μπήκαν στο αμάξι και καθώς μου έδινε το παιδί είπε: «έχεις πολλά όμορφα μαλλιά».
Δεν ήταν καλά τα ελληνικά του και δύσκολα θα μάθαινα τι συνεννόηση έκανε με το αφεντικό του, που είχε μείνει μακριά από την υπόθεση. Έκανε πως δεν πήρε είδηση μην του ζητήσουν ευθύνες.
─ Άμα γίνει καλά να ‘ρθεις. Σε μένα.
Μου χάιδεψε το κεφάλι. Εκείνη την ώρα αυτός έγινε ο πατέρας τους· καλύτερος κι από πατέρας. Πίστεψα ότι είχε δικαίωμα να απλώσει χέρι επάνω μου. Κοίταξα τα παιδιά σαν να χρωστούσα σ' εκείνα την ομορφιά που είχε δει.
Η κουβέντα του κύμα που έσκαγε πάνω μου. Πήγαινε κι ερχόταν. Έβαζα τη γλώσσα στα χείλη να μαζέψω το αλάτι. Έφτιαχνα μια θάλασσα· στα νερά της κολυμπούσα μόνο εγώ. Βουτούσα. Πέντε χρόνια πριν. Τότε είχα τον Αργύρη και τη Μαντώ. Ακόμη πιο πριν, ούτε αυτά. Πιο πέρα, πιο βαθιά. Στα χρόνια που ήμουν νέα. Δεν ήταν τότε ο Φίλιππος. Αν δε μέναμε στην ίδια γειτονιά. Αν είχα πάει στην Αθήνα.
Βυθιζόμουν σε σκηνές ενός σώματος που περπατά με χάρη. Στην άκρη του δρόμου συναντούσα τον Ντόντεκ. Γινόμουν κοπέλα που χόρευε μέχρι το πρωί με διαφορετικές παρέες. Στο τελευταίο τραγούδι εμφανιζόταν ο Ντόντεκ για να μου ζητήσει να χορέψουμε.
Πότε πότε σκεφτόμουν να κάνω κάτι να χάσω κάνα κιλό. Δεν σταματούσα το φαγητό. Φοβόμουν πως αν έχανα βάρος ο Φίλιππος θα καταλάβαινε την αιτία. Θα ρωτούσε. Μετά τη γέννα του Χρήστου σαν να μην μας χρειάζονταν ο έρωτας. Δεν είμαι αυτή που είχε παντρευτεί ο άντρας μου. Κι όμως, εγώ ήμουν. Όχι, δεν έπρεπε να αδυνατίσω. Ο Ντόντεκ έτσι με γνώρισε. Ίσως να πρόσεξε μόνο τα μαλλιά. Αρσενικό είναι, δε γίνεται να μην κοίταξε παρακάτω. Αν πήγαινα αλλιώτικη μήπως με έδιωχνε;
Όπως αυτός μιλούσε με σπασμένα ελληνικά έτσι κι εγώ έσπαζα το κορμί του σε εικόνες. Ένα χέρι προστάτευε το κεφάλι του Χρήστου. Ένα χαμόγελο όσο τρέχαμε στο χαλάζι. Το τσαλακωμένο πουκάμισο. Κομμάτια από έναν άνθρωπο που δε γνώριζα. Μήπως ήξερα ποιος είναι ο αληθινός και ποιος της φαντασίας μου;
            Συνέχισα να ενδιαφέρομαι για το Φίλιππο. Μ’ ένοιαζε να είναι το σπίτι καθαρό. Χαιρόμουν με τα παιχνίδια των μικρών. Ήμουν η μητέρα τους ωστόσο το χάδι μου είχε γίνει κρύο. Δίσταζα να τα ακουμπήσω. Στον Ντόντεκ ήθελα να δώσω τα χάδια μου. Να γελάσω και να του μιλήσω. Έπειτα με έπιανε μανία κι έσφιγγα τα παιδιά.
            Δέκα χρόνια στα ίδια βήματα. Βέβαιη για τις κινήσεις μου. Προσεύχομαι. Λέω τα ίδια λόγια με πίστη. Από κείνη τη μέρα το όνομά του παίρνει τη σειρά πριν των παιδιών μου. Στην παράκλησή μου ζητώ από το Θεό να τον έχει γερό, να βγάζει μεροκάματο, να μην έχει δυσκολίες. Ψέματα! Παρακαλώ να μην με έχει ξεχάσει. Να μην έχει δει άλλη.
Στα όνειρά μου ο Ντόντεκ διασχίζει τα κάστρα. Σκαρφαλώνει στις πολεμίστρες γυμνός. Το δέρμα του, φίλντισι στο φεγγάρι. Με προστατεύει από εχθρούς που πολιορκούν τα τείχη, κινδυνεύω · με σώζει την τελευταία στιγμή. Με χώνει στην αγκαλιά του και με γλυτώνει.
Κύλησε ο καιρός. Ο μικρός έγινε καλά. Δεν κατεβήκαμε ξανά για μπάνιο. Παραμονή Δεκαπενταύγουστου τα παιδιά έφυγαν στη γιαγιά τους. Ο Φίλιππος κι εγώ θα πηγαίναμε ανήμερα να περάσουμε τη γιορτή. Είχα μπροστά μου όλο το πρωί.
Έλουσα και χτένισα τα μαλλιά. Ξεκίνησα με την ελπίδα ότι ο Ντόντεκ συνεχίζει τα δρομολόγια· δε μ’ έχει ξεχάσει.
Στη γειτονιά με ρώτησαν «πού πάω».
Ετοιμασίες για την Κοίμηση.
Άνοιξα το βήμα. Ο ήλιος ανέβαινε. Δε με φώτιζε. Μια άλλη γυναίκα κινούσε το κορμί μου. Τη γνώριζα λιγότερο απ’ τον Πολωνό. Μόλις απομακρύνθηκα το βάδισμα έγινε ελαφρύ, πατούσα τα τακούνια κι ευχαριστιόμουν που έκαναν εντύπωση στους περαστικούς. Χαιρέτησα αγνώστους. Ήθελα να δοκιμάσω τον πιο γλυκό τόνο φωνής. Έτσι θα του μιλούσα.
Προχωρούσα μα το λιμάνι ξεμάκραινε. Με ειδοποιούσε να πάρω άλλο δρόμο; Θα έφτανα ως τη σκάλα να μπω στο καραβάκι. Είχα κάνει τους λογαριασμούς μου. Ο Ντόντεκ όπως είχε καταφέρει να μας βοηθήσει θα έκλεβε τώρα μια ώρα να μείνει μαζί μου.
Δεν ήταν από αυτούς που μιλούν στην καθεμία. Πώς ήμουν σίγουρη γι’ αυτό;
Ξένος και μόνος δε θα με πρόδιδε.
Στην τσάντα βρήκα ένα κραγιόν. Το πέρασα στα χείλη.


Ο τίτλος Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα είναι από το ποίημα 10 Απριλίου 1938 της Ζ. Καρέλλη
Οι στίχοι Περνούσε το βαποράκι … από το ποίημα Του Καλοκαιριού ΙΙΙ της Z. Καρέλλη.