14 July 2014

Ο υπερθετικός βαθμός και η ελληνική γλώσσα

του Κώστα Βαλεοντή, Προέδρου της ΕΛΕΤΟ,
Orogramma Αρ.126  Μάιος – Ιούνιος 2014

Ας φυλλομετρήσουμε την (τέως σχολική) αναπροσαρμοσμένη Μικρή Γραμματική του Τριανταφυλλίδη [1] και ας πάμε στο κεφάλαιο των «παραθετικών» των επιθέτων. Το κεφάλαιο αρχίζει με τα τέσσερα παραδείγματα των «βαθμών» του επιθέτου «εργατικός»:


Το πρώτο παράδειγμα είναι ο «θετικός» βαθμός, το δεύτερο είναι ο «συγκριτικός» βαθμός και μετά ακολουθούν οι δύο «υπερθετικοί»: ο «σχετικός υπερθετικός» και ο «απόλυτος υπερθετικός».
Ο σχετικός υπερθετικός υπονοεί ότι έχουν προηγηθεί συγκρίσεις του Γιώργου με καθέναν από όλους τους συμμαθητές του και δηλώνει ότι αυτός (ο Γιώργος) έχει την ιδιότητα του επιθέτου (εργατικότητα) σε μεγαλύτερο βαθμό από καθέναν από εκείνους. Με τον ορισμό αυτόν συμφωνεί και η νυν σχολική γραμματική του γυμνασίου [2].
Ο απόλυτος υπερθετικός δηλώνει ότι ο Γιώργος (χωρίς να υπονοείται καμιά σύγκριση) έχει την ιδιότητα του επιθέτου (εργατικότητα) «σε πολύ μεγάλο βαθμό»· ή – όπως εκφράζεται και περιφραστικά – «είναι πολύ εργατικός». Και σ’ αυτό συμφωνεί και η νυν σχολική γραμματική. Αυτό το τελευταίο, όμως, μια τρίτη γραμματική [3] το αποδίδει καλύτερα χρησιμοποιώντας, αντί για το επίρρημα «πολύ», το επίρρημα «πάρα πολύ». Δηλαδή: «Ο Γιώργος είναι εργατικότατος = Ο Γιώργος είναι πάρα πολύ εργατικός».
Εν ολίγοις, όταν λέμε «ο Γιώργος είναι εργατικότατος» (απόλυτος υπερθετικός) ή ότι «ο Γιώργος είναι πάρα πολύ εργατικός» αυτό σημαίνει ότι, προσωπικά, έχουμε εκτιμήσει ότι την ιδιότητα αυτήν την έχει ο Γιώργος σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, χωρίς να τον συγκρίνουμε με κανέναν άλλον. Όταν, όμως, λέμε «ο Γιώργος είναι ο εργατικότερος...» ή «ο Γιώργος είναι ο πιο εργατικός...» (σχετικός υπερθετικός) τότε αυτό σημαίνει ότι έχουμε συγκρίνει τον Γιώργο με όλους τους άλλους (μέλη του ίδιου συνόλου: συμμαθητές, φίλους του, συνεργάτες του κτλ. ανάλογα με το συγκείμενο).
Υπάρχει ένα ερώτημα: Πόσοι από τους «υπερθετικούς» βαθμούς που χρησιμοποιούμε καθημερινά στη γλωσσική επικοινωνία μας εκφράζουν λογικά την πραγματικότητα, έστω και την υποκειμενική; Θα έλεγα ότι με τους απόλυτους υπερθετικούς δεν υπάρχει πρόβλημα. Όταν λέμε: «ο Α είναι πάρα πολύ καλός άνθρωπος» η γνώμη που εκφέρουμε αφορά μόνο τον Α και βασίζεται σε στοιχεία που έχουμε, προσωπικά, υπόψη για τον άνθρωπο Α. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, με τους σχετικούς υπερθετικούς. Όταν λέμε: «ο Α είναι ο καλύτερος άνθρωπος» (μπορεί να προσθέσουμε και «του κόσμου») τότε σίγουρα λέμε ψέματα, αφού αποκλείεται να έχουμε γνωρίσει ή να έχουμε στοιχεία για όλους τους ανθρώπους και να έχουμε κάνει σύγκριση. Αν αντί «του κόσμου» προσθέταμε τον περιορισμό «που έχω γνωρίσει» ή «που ξέρω» τότε δεν θα υπήρχε ψέμα· έχουμε γνωρίσει ένα συγκεκριμένο σύνολο ανθρώπων και έχουμε σχηματίσει γνώμη γι’ αυτούς και έτσι είναι δυνατόν να έχουμε κάνει όλες τις συγκρίσεις που προαπαιτούνται για τη χρήση του σχετικού υπερθετικού.
Το φαινόμενο αυτής της «χαλαρής» χρήσης του σχετικού υπερθετικού δεν είναι καθόλου σπάνιο: Φυσικά, δεν θα θεωρούσαμε ότι υπάρχει δόλος πίσω από όλες αυτές τις εκφράσεις· ότι πρόκειται δηλαδή για σκόπιμες «ψευτιές». Θα τις κατατάξουμε, μάλλον, στις συγγνωστές γλωσσικές ανακρίβειες ή υπερβολές.
Ας έρθουμε τώρα στην ελληνική γλώσσα. Αυτό το άρθρο γράφτηκε ακριβώς με αφορμή διάφορες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις στο πιο δημοφιλές προσωποδίκτυο, στο Φέισμπουκ, όπου κάποιοι εκφράζονται με τέτοιου είδους εκθειαστικές ανακρίβειες για την ελληνική γλώσσα και κάποιοι άλλοι αντιδρούν τόσο έντονα, ώστε να νομίζει κανένας ότι δεν πρόκειται για ανθρώπους που μιλάνε την ίδια γλώσσα.
Σχετικά με το ποιος έχει δικαίωμα να μιλάει για τη γλώσσα, είχαμε γράψει στο Ορόγραμμα αρ.101 [4] τα εξής: «…για το γενικό θέμα "ελληνική γλώσσα" έχει όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να ενδιαφέρεται κάθε ομιλητής της ελληνικής, ανεξαρτήτως προέλευσης, φύλου, ηλικίας, ειδικότητας ή άλλου οποιουδήποτε διακριτικού χαρακτηριστικού. Και εδώ είναι μια βασική διαφορά της επαφής που έχουν τόσο οι ειδικοί όσο και το ευρύ κοινό με το γλωσσικό αντικείμενο έναντι οποιουδήποτε άλλου ειδικού αντικειμένου, αφού η γλώσσα αποτελεί τον κώδικα επικοινωνίας μέσω του οποίου έρχονται όλοι αυτοί σε επαφή με οποιοδήποτε άλλο γνωστικό αντικείμενο…»
Ποια είναι, όμως, σήμερα η ελληνική γλώσσα; Η ελληνική γλώσσα έχει περάσει από διάφορες φάσεις δια μέσου των αιώνων. Με τον όρο ελληνική γλώσσα μπορούμε να αναφερόμαστε σε όλες τις φάσεις και όλες τις μορφές της γλώσσας μας διαχρονικά, από την αρχαία ελληνική έως την σημερινή. Η σημερινή ελληνική γλώσσα μπορούμε να πούμε ότι είναι «η κοινή νεοελληνική μαζί με όλες τις νεοελληνικές διαλέκτους και τα νεοελληνικά ιδιώματα». Συνήθως, βέβαια, όταν αναφερόμαστε στη σημερινή γλώσσα μας εννοούμε την κοινή νεοελληνική. Αυτή είναι η γλώσσα της εκπαίδευσης, της διοίκησης, του τύπου και των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, της καθημερινής συνεννόησής μας. Την κοινή νεοελληνική καλούνται οι δάσκαλοι και οι φιλόλογοι να διδάξουν· σ’ αυτήν οι επιστήμονες των άλλων ειδικοτήτων θα εκφραστούν· σ’ αυτήν οι δημοσιογράφοι θα συντάξουν τα κείμενά τους· σ’ αυτήν οι μεταφραστές θα μεταφράσουν· σ’ αυτήν οι φιλόσοφοι θα αναπτύξουν τα φιλοσοφικά πονήματά τους και αυτήν θα καλλιεργήσουν οι λογοτέχνες γράφοντας έργα, πεζά ή ποιητικά, που απευθύνονται στο ευρύ κοινό.
Όλοι αυτοί δεν «παρατηρούν» αλλά «ζουν» το φαινόμενο «ελληνική γλώσσα»· αποτελούν μέρος του· και πολλοί από αυτούς αναφέρονται συχνά σ’ αυτό· πολλές φορές εκθειαστικά· πολλές φορές με υπερβολική αγάπη· πολλές φορές με θετικούς και υπερθετικούς βαθμούς· απόλυτους αλλά και σχετικούς. Και για μεν τους θετικούς βαθμούς και τους απόλυτους υπερθετικούς, έχουν κάθε δικαίωμα να έχουν την (υποκειμενική) γνώμη τους, όπως π.χ.: Η ελληνική είναι πάρα πολύ ωραία γλώσσα. Η ελληνική είναι ωραιότατη γλώσσα. Η ελληνική είναι γλώσσα ζωηρή, γλώσσα εκφραστική, γλώσσα μουσική, γλώσσα μαγική. Η ελληνική είναι γλώσσα πλουσιότατη. Η ελληνική είναι μια παραγωγικότατη γλώσσα. Η ελληνική είναι γλώσσα «θεϊκή» και πλήθος άλλων κοσμητικών επιθέτων που έχουν έντονο τον χαρακτήρα της υποκειμενικότητας. Επίσης, απόλυτα φυσικό είναι κάποιοι να έχουν γνώμη που προκύπτει από την επαφή τους με άλλες γλώσσες (αν γνωρίζουν ή έχουν ακούσει μερικές από αυτές) και να κάνουν συγκεκριμένες συγκρίσεις σε ποιοτικά χαρακτηριστικά που μπορούν να εκτιμηθούν με το γλωσσικό αισθητήριό τους. Προκειμένου, όμως, για ποσοτικά χαρακτηριστικά, ακόμα και για δύο γλώσσες μόνο, τέτοιες συγκρίσεις μπορούν να γίνονται μόνο αν υπάρχουν στοιχεία από σχετικές έρευνες. Γνώμες, όπως: «για μένα η ελληνική γλώσσα είναι ακουστικά ωραιότερη από τη γλώσσα Χ» δεν προσκρούουν σε κανένα επιστημονικό δεδομένο. Αυτός που εκφράζει μια τέτοια γνώμη δεν χρειάζεται να την τεκμηριώσει. De gustibus et de coloribus non est disputandum [α]. Η διατύπωση, όμως π.χ. «η ελληνική γλώσσα έχει περισσότερες λέξεις από τη γλώσσα Χ», χωρίς σχετική τεκμηρίωση, δημιουργεί πρόβλημα.
Εντονότερο πρόβλημα εμφανίζεται όταν αρχίσουν να λέγονται σχετικοί υπερθετικοί: Η ελληνική είναι η πρώτη και η ωραιότερη γλώσσα. Η ελληνική είναι η πιο εκφραστική γλώσσα. Η ελληνική είναι η πιο πλούσια και πιο παραγωγική γλώσσα. Η ελληνική είναι η πιο «νοηματική» γλώσσα... Λογικά, όλες αυτές οι εκφράσεις υπονοούν ότι ο ομιλών έχει κάνει (ή έχει υπόψη του) κάποια σύγκριση της ελληνικής με όλες τις άλλες (περίπου 6.000) γλώσσες του κόσμου, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο έως ανθρωπίνως αδύνατο, ακόμα και αν μιλάει ένας γλωσσολόγος. Το αν είναι σίγουρα αληθής ή σίγουρα ψευδής η έκφραση «Η ελληνική είναι η πλουσιότερη γλώσσα» μόνο μια ειδική επιστημονική έρευνα μπορεί να το αποδείξει, η οποία, αφού ορίσει ως έννοια τον «πλούτο μιας γλώσσας», να τον μετρήσει σε όλες τις γλώσσες και μετά να αποφανθεί. Ελλείψει μιας τέτοιας έρευνας, δεν έχει δίκιο ούτε αυτός που έχει εκφέρει τον σχετικό υπερθετικό «η πλουσιότερη γλώσσα» ούτε ο άλλος που, αντικρούοντας τον πρώτο, ισχυρίζεται ότι αυτό δεν ισχύει.
Με τέτοιες ανακρίβειες και υπερβολές γεννιούνται διάφοροι «μύθοι για την ελληνική γλώσσα» οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν δημιουργήσει μια κατηγορία «απομυθοποιητών». Και, όπως σε άλλες περιπτώσεις η αντίδραση προς μία υπερβολή οδηγεί προς την αντίθετη υπερβολή, έτσι και εδώ. Πολλοί από αυτούς τους «απομυθοποιητές» (γλωσσολόγοι ή μη) αντιδρούν σε κάθε τι θετικό που εκφράζεται για την ελληνική γλώσσα και, με το πρόσχημα της επιστήμης και της «ισότητας των γλωσσών», προσπαθούν να «βάλουν τα πράγματα στη θέση τους»: Η ελληνική γλώσσα είναι σαν όλες τις άλλες, δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο, δεν είναι η ωραιότερη, δεν είναι η πλουσιότερη, δεν έχει τις σπουδαίες ιδιότητες που της αποδίδουν με όλα αυτά τα ωραία επίθετα κτλ. Έχουμε φτάσει στο σημείο να προβληματίζεται κανένας μήπως χαρακτηριστεί άσχημα εάν εκδηλώσει την αγάπη και τον θαυμασμό του για την ελληνική γλώσσα, την μητρική του γλώσσα.
Και αναρωτιέσαι: πόσο κακό είναι κανένας να «παινεύει το σπίτι του», αφού – όπως λέει και η λαϊκή παροιμία – «αν δεν το παινέψει θα πέσει να τον πλακώσει»; Είναι μάλλον απίθανο να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει πολύ ψηλά στην εκτίμησή του τη μητρική του γλώσσα. Και όπως αυτός εκθειάζει ένα σωρό άλλα «δικά του πράγματα» και φτάνει σε γλωσσικές υπερβολές έτσι εκφράζεται και για τη μητρική του γλώσσα.
Η πιο σταθερή και συνεπής «απομυθοποίηση» του κόσμου μας γίνεται ασφαλώς από την επιστήμη. Αλίμονο, όμως, εάν προσπαθούσαμε να «απομυθοποιήσουμε» όλες τις γλωσσικές καταβολές που έχουν φτάσει μέχρι σήμερα και που δεν συμβαδίζουν με τα δεδομένα της επιστήμης, πρόκειται δηλαδή για ανακρίβειες που ξεκίνησαν από πολύ παλιές και λανθασμένες αντιλήψεις του ανθρώπου για τον κόσμο γύρω του. Θα έπρεπε τότε η γλώσσα να αναθεωρηθεί εκ βάθρων. Θα έλεγες στον αστρονόμο ή αστροφυσικό: «Δες τι ωραίος που είναι ο ήλιος που ανατέλλει!» και θα σε διόρθωνε «Ο ήλιος δεν κάνει τίποτε για να “ανατείλει” ούτε για να “δύσει”! Η Γη είναι αυτή που περιστρέφεται κι εμείς που είμαστε πάνω της βλέπουμε και ξαναβλέπουμε τον ήλιο να εμφανίζεται να παραμένει για ένα διάστημα ορατός και να εξαφανίζεται. Και, αυτή τη στιγμή, ο φωτεινός δίσκος που βλέπεις δεν είναι παρά η εικόνα του ήλιου όπως αυτός ήταν πριν 8 λεπτά [β]. Θα μπορούσε δηλαδή αυτή τη στιγμή ο ήλιος να καταστραφεί, αλλά εμείς θα το πάρουμε είδηση ύστερα από 8 λεπτά»…
Η πορεία του Είναι του ανθρώπου (το Γίγνεσθαι) είναι τριδιάστατη: πορεία στη γνώση (εμείς και ο κόσμος), πορεία στην ηθική (εμείς και οι άλλοι), πορεία στην αισθητική/τέχνη (εμείς και το μέσα μας) [γ]. Με τη γλώσσα απεικονίζονται, εξωτερικεύονται και επικοινωνούνται και οι τρεις συνιστώσες. Η γλώσσα τα περιέχει όλα. Αρκεί να ξέρουμε κάθε φορά για τί μιλάμε. Η γνώση του κόσμου, στην έκφρασή της, απαιτεί το στερεό έδαφος της λογικής, της απόδειξης, της τεκμηρίωσης· η ηθική χρειάζεται την εμβάθυνση στη γνώση του εαυτού μας και την ανύψωση του άλλου στο ίδιο ύψος με μας, ενώ στην αισθητική παίζουν σημαντικό ρόλο οι αισθήσεις, η φαντασία, ο μύθος, η αίσθηση του ωραίου.
Ως κατακλείδα στο άρθρο αυτό, ας τονίσουμε ότι η ελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα όλων μας· όλων όσοι επικοινωνούμε με αυτήν· όλων όσοι την μιλάμε· όλων όσοι την γράφουμε· όλων όσοι την διδάσκουμε και όσοι την διδασκόμαστε· όλων όσοι την καλλιεργούμε και διατυπώνουμε με αυτήν γνώμες, σκέψεις, επιστημονικές γνώσεις ή φιλοσοφικές ιδέες, είτε πρωτογενώς είτε μεταφράζοντας από άλλες γλώσσες· όλων όσοι δημιουργούμε με αυτήν λογοτεχνήματα· όλων όσοι απολαμβάνουμε με αυτήν θεατρικά έργα και άλλες εκδηλώσεις λόγου και δράσης.
Της αξίζουν πολλοί έπαινοι· γι’ αυτό που είναι· μια γλώσσα με μακραίωνη ιστορία και με πολλές αρετές, που μπορεί να σκεφτεί ο καθένας μας. Αρετές όχι μόνο στον θετικό βαθμό, αλλά και στον απόλυτο υπερθετικό βαθμό. Όλες οι γλώσσες έχουν την αξία τους· μα η ελληνική είναι «η γλώσσα μας». Έχουμε, επομένως, κάθε δικαίωμα να την αγαπάμε με πάθος και να νοιώθουμε περήφανοι γι’ αυτήν, αλλά και να την σεβόμαστε· χωρίς φυσικά να περιφρονούμε τις άλλες γλώσσες. Είναι περιττός ο σχετικός υπερθετικός. Δεν χρειάζονται οι «μύθοι» που ερεθίζουν κάποιους «απομυθοποιητές». Αντί να ασχολούμαστε με «μύθους» και «απομυθοποιήσεις» ας ασχοληθούμε με το πώς θα καλλιεργούμε και θα αναπτύσσουμε αυτήν τη γλώσσα για να εξακολουθεί να καλύπτει τις τρέχουσες αλλά και τις μελλοντικές ανάγκες μας, όπου την έχει ο καθένας μας ανάγκη: βελτιώνοντας την διδασκαλία της· αναδεικνύοντας τους κανόνες της: φωνολογικούς, μορφολογικούς, γραμματικούς και συντακτικούς· χρησιμοποιώντας και διαδίδοντας την ορολογία της· χωρίς να υπάρχει κανένας διαχωρισμός ανάμεσά μας. Αφού είμαστε όλοι ομιλητές της.

[1]  Νεοελληνική Γραμματική, Αναπροσαρμογή της Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ΟΕΔΒ
[2]  Σ. Χατζησαββίδης, Α. Χατζησαββίδη, Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Α΄, Β΄, Γ΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ
[3]  Χρ. Κλαίρης, Γ. Μπαμπινιώτης, Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Ελληνικά Γράμματα, 2005
[4]  Ορόγραμμα αρ.101, Οι μεν, οι δε και η ΕΛΕΤΟ, Μάρ-Απρ.2010




[α] Λατινικό: De gustibus et de coloribus non est disputandum = για γεύσεις και για χρώματα δε υπάρχει λόγος διαφωνίας (ανάλογο του νεοελληνικού: Περί ορέξεως ουδείς λόγος).
[β] 8 λεπτά χρειάζεται το φως του ήλιου για να φτάσει στη Γη.
[γ] Από σειρά εξαιρετικών ομιλιών του Θ. Π. Τάσιου, ο οποίος χρησιμοποιεί τους αντίστοιχους όρους: γνωστικό ενέργημα, ηθικό ενέργημα και αισθητικό ενέργημα.