19 August 2014

Υπόγειο

του Μιχάλη Τσιντσίνη, ΤΑ ΝΕΑ, 18/8/2014

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Αμφίπολη. Είναι το φάντασμα «των φίλων μας των Γερμανών», που «έχουν κατακλέψει τους αρχαιολογικούς μας θησαυρούς» και «τους διατηρούν στα μουσεία τους».

Η Ραχήλ Μακρή είδε, βεβαίως, το φάντασμα. Και «ως εκπρόσωπος του έθνους» κάλεσε τους αρχαιολόγους να μην υπακούσουν σε εντολές των υπουργών και του Πρωθυπουργού - αυτών που «παρέδωσαν την εθνική κυριαρχία, που εκχωρούν αιγιαλούς, αρχαιολογικούς χώρους και δημόσια περιουσία».

Η αντίδραση είναι, πολιτικά και υφολογικά, αναμενόμενη. Από την πρώτη στιγμή μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος ότι η ιστορία του τύμβου ήταν πρώτης τάξεως υλικό για τα υπόγεια του ελληνικού κυβερνοχώρου - εκεί όπου η μεταφυσική υποκαθιστά την πολιτική και η παραψυχολογική φιλολογία υποδύεται την ενημέρωση. Από την πρώτη στιγμή περίμενε κανείς να διαβάσει «αποκαλύψεις» του τύπου ότι η κομμένη κεφαλή της σφίγγας έχει γίνει πορτατίφ στην καγκελαρία.

Έχει την πλάκα της αυτή η υποκουλτούρα της συνωμοσιολογίας. Δεν είναι φαινόμενο μόνο ελληνικό. Στο υπογάστριο όλων των μεγάλων δημοκρατιών φυτρώνουν παραπολιτικοί μύθοι και αντίστοιχα κινήματα, τόσο χονδροειδή και γραφικά, που φαίνεται να αξίζουν μόνο τη χλεύη μας.

Όμως εδώ - σε μια χώρα εξαντλημένη, με όλες τις άμυνές της ραγισμένες - δεν ξέρει πια κανείς αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει. Να γελάσει με τη φαντασία και την ανορθογραφία του περιθωρίου; Ή να ανησυχήσει με την επιδημική απήχηση που έχουν αυτές οι θεωρίες σε όλο και ευρύτερα στρώματα;

Μας χρέωσαν για να μας πάρουν τα πετρέλαια, υποθήκευσαν τα αρχαία μας και τις παραλίες μας, μας πούλησαν στις τράπεζες και στους Εβραίους. Μπορεί πια κανείς να γελάει; Κάποτε αγνοήθηκαν οι θεωρίες του ανώτερου ελληνικού DNA. Κάποτε υποτιμήθηκε ο ρατσισμός και ο χύδην αντισημιτισμός. Θεωρήθηκε ανεκτός, αν όχι σκόπιμος, ο «πατριωτικός» φρονηματισμός. Και όταν όλα αυτά τα υπόγεια ρεύματα συναντήθηκαν στον ταμιευτήρα της Χρυσής Αυγής φάνηκε ότι το αποτρόπαιο δεν ήταν κάτι εξωτικό κι απίθανο. Είχε ήδη βαθιά ερείσματα, πολύ πριν να το υποδαυλίσει η κρίση.

Κανείς δεν πιστεύει ότι οι δημοκρατίες είναι κολέγια. Κανείς δεν περιμένει ότι στη χαοτική αγορά της ιντερνετικής δημοκρατίας ο διάλογος γίνεται με νηφάλια ανταλλαγή εμπεριστατωμένων επιχειρημάτων. Όμως εδώ το περιθώριο δεν είναι πια περιθώριο. Το δηλητήριο του ανορθολογισμού, που αλλού θα ήταν απλώς καταγέλαστο ως λούμπεν, εδώ έχει βρει τρόπο να διαποτίσει την κοινή γνώμη. Έχει βρει τρόπο να συλήσει το Κοινοβούλιο.

Εντάξει, έχει την πλάκα της η τυμβολαγνεία. Όμως, μαζί με τις άλλες ανέσεις, έχουμε χάσει πια και την πολυτέλεια του γέλιου. Στην κρίση, το καλαμπούρι συγγενεύει με τη μισαλλοδοξία, όσο η φάρσα με την τραγωδία.