22 August 2015

Τι ζήσαμε αυτό το επτάμηνο;

του Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή, 22/8/2015

Στις 25 Ιανουαρίου ο κ. Τσίπρας εξελέγη με προεκλογική ατζέντα πύρινα αντιμνημονιακή, με βασικό σλόγκαν «Η ελπίδα έρχεται», με μια πολεμική ρητορική έναντι των Ευρωπαίων και των δανειστών και την ίδια στιγμή με μια ασάφεια σε ό,τι αφορά το ζήτημα της εξόδου της χώρας απ’ την Ευρωζώνη. Ο ίδιος δεν μίλησε ποτέ, επίσημα έστω, υπέρ της εξόδου, γνωρίζαμε όμως (και σήμερα το γνωρίζουμε όλοι ακόμα καλύτερα) ότι σημαντικά στελέχη του πίστευαν στη ρήξη, την επιθυμούσαν και συνεχίζουν να την επιθυμούν και να στοχεύουν σε αυτήν. Ο κ. Τσίπρας υπερτόνισε, πάντως, ότι θα διαπραγματευόταν σκληρά με στόχο να πετύχει κάτι δίκαιο για τον Έλληνα πολίτη, σε τρανταχτή αντίθεση με το πώς είχαν κινηθεί, κατά την εκτίμησή του πάντοτε, όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις.

Επτά μήνες αργότερα, βρισκόμαστε σε καθεστώς κεφαλαιακού ελέγχου, κάτι που δεν είχε συμβεί με καμία από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Περάσαμε επίσης τρεις εβδομάδες με τις τράπεζες σε αργία, κάτι που είχε τεράστιο κόστος και τις συνέπειες η ελληνική οικονομία ακόμη τις υφίσταται και θα τις υφίσταται για καιρό. Πρώτη φορά και αυτό.

Είδαμε τη χώρα να γίνεται περίγελος στους κύκλους των ανεπτυγμένων χωρών εξαιτίας ενός απίθανου, έως και ύποπτου ως προς τους βαθύτερους στόχους του, υπουργού Οικονομικών (προσωπική επιλογή του πρωθυπουργού), είδαμε τη χώρα να βγαίνει εκτός προγράμματος στις 30 Ιουνίου, είδαμε έναν από τους πιο σοβαρούς υπουργούς, τον κ. Δραγασάκη, να ομολογεί ευθαρσώς στη δημόσια τηλεόραση, «Νομίζαμε ότι θα τρομάξουμε τους Ευρωπαίους, δεν εκτιμήσαμε σωστά» (έξι ολόκληρους μήνες μετά, η παραδοχή μιας εξωφρενικής, παιδαριώδους τακτικής), ζήσαμε ένα παράλογο και διχαστικό δημοψήφισμα το αποτέλεσμα του οποίου ο ίδιος ο κ. Τσίπρας απαξίωσε μετά, γίναμε θεατές ενός κωμικού ανασχηματισμού (με εξαίρεση την αλλαγή στο υπουργείο Οικονομίας – πάλι καλά!) και είδαμε τον κ. Τσίπρα να αντικρίζει για πρώτη φορά την πραγματικότητα, να επιδίδεται πανικόβλητος στην περίφημη «κωλοτούμπα» (ευτυχώς!) και στη συνέχεια να γίνεται δέσμιος (και να καθίσταται ολόκληρη η χώρα δέσμια) του κόμματός του.

Ζούμε ακόμη ένα χάος με το μεταναστευτικό, ζούμε μια εξοργιστική αδυναμία λήψης αποφάσεων, ζούμε την ακυβερνησία και τον φθηνό, μικροπολιτικό τακτικισμό. Η ευθύνη, για μία ακόμη φορά, αλλά τώρα με γνώση και εμπειρία του «πρώτη φορά αριστερά», ανήκει πλέον στον Ελληνα ψηφοφόρο.

19 August 2015

Pώς φτάσαμε στα Capital Controls

του Γ. Στρατόπουλου, protagon.gr, 19/8/2015

Η ΕΚΤ και το Eurogroup κατηγορήθηκαν από την κυβέρνηση ως υπεύθυνοι για τα capital controls, επειδή δεν ενέκριναν τη χορήγηση επιπλέον πίστωσης ύψους 20 δισ. (το ποσό αποτελεί συντηρητική εκτίμηση των αναγκαίων κεφαλαίων) προς τις ελληνικές τράπεζες, μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Αν το έκαναν, θα ήταν σαν να δάνειζαν ένα τεράστιο ποσό σε έναν μεγαλοοφειλέτη που ετοιμάζεται να το σκάσει για Βραζιλία.


Τώρα, έχοντας πάρει μία απόσταση από τα γεγονότα, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Πώς δουλεύουν οι Τράπεζες

Η τράπεζα είναι έμπορος χρήματος. Δανείζεται χρήματα από τους καταθέτες της καταβάλλοντας τόκο και τα δανείζει με τη σειρά της στους δανειολήπτες εισπράττοντας υψηλότερο τόκο. Η διαφορά των τόκων είναι το κέρδος της.

Οι καταθέτες δανείζουν τα χρήματά τους στη τράπεζα κατά κανόνα για μικρά χρονικά διαστήματα (1-3 μήνες συνήθως, ακόμα και 1 ημέρα όπως είναι οι λογαριασμοί ταμιευτηρίου). Τα δάνεια όμως που χορηγούν οι τράπεζες έχουν διάρκεια από μερικά έτη ως μερικές δεκαετίες, όπως στην περίπτωση των στεγαστικών. Αυτή είναι μια αδυναμία του συστήματος. Αν όλοι οι καταθέτες χρειαστεί να αποσύρουν ταυτόχρονα τα χρήματά τους από τις τράπεζες (Bank run), εκείνες δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν, διότι δεν μπορούν να τα ζητήσουν πίσω από τον δανειολήπτη που του χορήγησαν π.χ. στεγαστικό ή επιχειρηματικό δάνειο. Προσέξτε, δεν είναι ότι δεν έχουν τα χρήματα οι τράπεζες, αλλά ότι δεν τα έχουν άμεσα διαθέσιμα για να εξυπηρετήσουν την αυξημένη ζήτηση. Σε κανονικές συνθήκες αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, γιατί κατά μέσο όρο τα ποσά που αποσύρουν οι καταθέτες αντικαθίστανται από νέες καταθέσεις.

Η κρίση χρέους και η κρίση ρευστότητας

Όταν ξεκίνησε η κρίση χρέους στη χώρα μας πολλοί συμπολίτες μας, ανήσυχοι για τις εξελίξεις, μετέφεραν ένα μέρος των αποταμιεύσεων τους σε τράπεζες του εξωτερικού. Ανεξάρτητα από το αν συμφωνούμε με τέτοιες ενέργειες -το ευρωπαϊκό πλαίσιο επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων- η εμπειρία της Κύπρου κατέστησε εύλογη την ανησυχία των καταθετών. Καθώς λοιπόν μεγάλο μέρος (αρκετές δεκάδες δισ.) των ελληνικών καταθέσεων σταδιακά μεταφέρθηκε σε τράπεζες εξωτερικού και στρώματα εσωτερικού, οι τράπεζες δεν είχαν τη δυνατότητα να καλύψουν όλες αυτές τις εκροές καταθέσεων. Συνήθως, όταν μια τράπεζα έχει εκροές χρημάτων που δεν αντικαθίστανται από νέες καταθέσεις, δανείζεται τα κεφάλαια που λείπουν από τη Διατραπεζική αγορά, δηλαδή από άλλες τράπεζες που έχουν περίσσευμα. Το 2010 όμως ο δανεισμός από τη διατραπεζική αγορά ήταν περίπου αδύνατος διότι όλες οι ελληνικές τράπεζες είχαν εκροές, όλες ήταν ελλειμματικές. Υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσαν να αποταθούν σε τράπεζες του εξωτερικού για να αντλήσουν την απαραίτητη ρευστότητα. Όμως το 2010, όπως έκλεισαν οι αγορές για το ελληνικό δημόσιο, έτσι ακριβώς είχαν κλείσει και για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι εμπορικές τράπεζες της αλλοδαπής αντιμετώπιζαν με δυσπιστία τις ελληνικές τράπεζες, ήταν απρόθυμες να τις δανείσουν κι έτσι φτάσαμε σε μια μεγάλη κρίση ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών.

Η ΕΚΤ και ο ΕΛΑ

Αν οι ελληνικές τράπεζες δεν έβρισκαν τρόπο να αντιμετωπίσουν την κρίση ρευστότητας, τα capital controls θα ήταν εδώ και χρόνια στην καθημερινή ζωή μας.

Η μόνη πηγή που υπήρχε για να αντλήσουν κεφάλαια οι ελληνικές τράπεζες ήταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η ΕΚΤ όμως έχει καταστατικό και κανόνες που την εμποδίζουν να δανείσει τραπεζικά ιδρύματα με χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση. Και, λόγω της κρίσης χρέους της χώρας μας, η πιστοληπτική αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών ήταν πολύ χαμηλή. Ένας  τρόπος για παρακαμφθούν οι κανόνες της ΕΚΤ ήταν να εγγυηθεί το ελληνικό δημόσιο τα δάνεια που έπαιρναν οι ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ. Αυτό έγινε και συνεχίζεται εδώ και πέντε χρόνια.

Με δυο λόγια, οι τράπεζες καλύπτουν τα χρηματοδοτικά κενά τους με δάνεια χορηγούμενα από την ΕΚΤ άμεσα ή από τον ΕΛΑ έμμεσα και μέρος αυτών των δανείων φέρουν την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Τους τόκους γι’ αυτά τα δάνεια τους πληρώνουν οι τράπεζες. Επιπλέον πληρώνουν και προμήθεια στο ελληνικό δημόσιο για την εγγύηση που προσφέρει. Αυτά τα δάνεια οφείλονται στην ΕΚΤ ή τον ΕΛΑ από τις τράπεζες, άρα δεν αυξάνουν το χρέος του ελληνικού δημοσίου. Στις 28/6/2015 οι ελληνικές τράπεζες είχαν αντλήσει από ΕΚΤ και ΕΛΑ συνολική ρευστότητα ύψους 125 δισ., εκ των οποίων το  ελληνικό Δημόσιο είχε εγγυηθεί τα 58 δισ.

Επαναλαμβάνω ότι με τις εγγυήσεις το ελληνικό δημόσιο δεν δίνει χρήματα στις τράπεζες αλλά τις διευκολύνει να αντλήσουν ρευστότητα από το ευρωσύστημα, ώστε να μην διαταραχθεί η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Στην πράξη αυτό που συμβαίνει είναι ότι, μέσω του μηχανισμού της ΕΚΤ, οι ευρωπαϊκές τράπεζες δίνουν ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, ώστε οι πελάτες τους, οι Έλληνες πολίτες, να μεταφέρουν τις αποταμιεύσεις τους σε τράπεζες της αλλοδαπής, στα στρώματα των σπιτιών τους και στις θυρίδες. Όταν αυξάνεται η ένταση μεταξύ Ελλάδας και εταίρων, η ανησυχία εντείνεται και οι εκροές καταθέσεων αυξάνονται. Και οι Ευρωπαίοι είναι αναγκασμένοι να δίνουν επιπλέον δεκάδες δισ. στις ελληνικές τράπεζες.

Το γεγονός ότι στις 28/6/2015 η Ευρώπη έβαλε όριο στη ρευστότητα που παρέχει η ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες έχει μία απλή εξήγηση, που δεν συνδέεται με πολιτικούς εκβιασμούς και έλλειμμα δημοκρατίας. Οι άνθρωποι που λαμβάνουν τις αποφάσεις στο Eurogroup και στην ΕΚΤ δεν διαχειρίζονται δικά τους χρήματα. Λογοδοτούν για τις πράξεις τους. Και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν εκ των υστέρων να δικαιολογήσουν γιατί έδωσαν στην Ελλάδα άλλα 15-20 δισ. (τόσα θα χρειάζονταν με βάση τον πανικό που θα προέκυπτε την εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα - δεν θα απέσυραν τα λεφτά τους από τις ελληνικές τράπεζες μόνο οι συγγενείς της κ. Βαλαβάνη) μια εβδομάδα μόλις πριν το δημοψήφισμα, όταν ήταν εντελώς ορατή η σύγκρουση, η ρήξη, το διαζύγιο της Ελλάδας με την Ευρώπη και η στάση πληρωμών της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, κανείς υπεύθυνος αξιωματούχος δεν θα συνηγορούσε στη συνέχιση της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών σ' εκείνη τη συγκυρία. Ίσως η κυβέρνησή μας τους κατηγορεί για έλλειμμα δημοκρατίας επειδή κάτι της διαφεύγει: η δημοκρατία προϋποθέτει τον έλεγχο και τη λογοδοσία των αξιωματούχων και των κυβερνήσεων για τις αποφάσεις που έλαβαν και ζημίωσαν τα συμφέροντα του λαού.

Η ΕΚΤ λοιπόν «έκλεισε την κάνουλα», όπως συνηθίσαμε ν' ακούμε, της ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες. Από κει και πέρα ήταν σαφές πως αν οι τράπεζες άνοιγαν τη Δευτέρα το πρωί 29/6, μέσα σε λίγες ώρες θα είχαν εξαντληθεί όλα τα διαθέσιμά τους, καθώς όλοι θα έσπευδαν να αποσύρουν τα χρήματά τους. Εκτιμώντας αυτά τα δεδομένα οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να κλείσουν τις τράπεζες και να επιβάλλουν περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls).

Ένα μήνα μετά και υπό το φως των αποκαλύψεων για τις προθέσεις και τους σχεδιασμούς κορυφαίων υπουργών της κυβέρνησης (Λαφαζάνη, Βαρουφάκη κ.ά), είναι κατανοητό σε κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη πως η απόφαση των αξιωματούχων της ΕΚΤ και του Eurogroup να μην χορηγήσουν περισσότερα χρήματα των ευρωπαίων φορολογούμενων σε μια χώρα που ετοιμαζόταν «να κάνει ντου στο Νομισματοκοπείο» ήταν απόλυτα συνετή, συμβατή με τον ρόλο τους και πολιτικά υπεύθυνη. Όσοι ακόμα αναπαράγουν χωρίς δόλο και κυρίως όσοι πιστεύουν πως τα capital controls ήταν σχέδιο εκβιασμού της λαϊκής ψήφου μάλλον δεν έχουν αναλάβει θέση ευθύνης και καλό είναι να μην αναλάβουν και στο μέλλον.

08 August 2015

Λείπουν 3,7 δισ. από τις πληρωμές συντάξεων!

Συνέντευξη στον Γιώργο Γάτο, ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 8/8/2015
Επί πολλά χρόνια ως επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ εκπονούσατε ετήσιες εκθέσεις για την πορεία της οικονομίας και της απασχόλησης. Σήμερα με δεδομένες τις παραδοχές του «υπό διαμόρφωση» τρίτου Μνημονίου και τις νέες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, μετά τα capital controls και την επιδείνωση στο επτάμηνο όλων των βασικών δεικτών, πώς προβλέπετε ότι θα κινηθούν έως το τέλος του χρόνου αλλά και το 2016 η οικονομία και η απασχόληση;
Με τα σημερινά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά από έξι χρόνια πολιτικών λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης και επιδεινώθηκαν κατά το 2015, είναι πλέον φανερό ότι, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η ανάκαμψη θα εμφανιστεί μετά το 2016. Συνακόλουθα θα επιδεινωθεί και η κατάσταση στην αγορά εργασίας και ιδιαίτερα το επίπεδο της ανεργίας το οποίο εκτιμούμε ότι από 25,6% (Ιούνιος 2015) ή 1,3 εκατ. άτομα θα διαμορφωθεί στο τέλος του 2016 στο 28% ή 1,4 εκατ. άτομα.
Κάτω από ποιες προϋποθέσεις και με ποιες ενδεχόμενες διορθωτικές κινήσεις θα μπορούσε να γίνει η «επανεκκίνηση» της οικονομίας και να υποστηριχθεί η διατήρηση και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας;
Η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει το... αντίθετο της λιτότητας, δηλαδή αναζωογόνηση της ανάπτυξης και σταδιακή δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Το τρίτο πρόγραμμα (Μνημόνιο) στην Ελλάδα που προβλέπει αυξήσεις στη φορολογία, μειώσεις στις συντάξεις, αυτόματες περικοπές δαπανών αν δεν επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι, πλήττουν, εκτός των άλλων, και το χαμηλού εισοδήματος τμήμα του πληθυσμού εξ αιτίας της μείωσης των κοινωνικών και προνοιακών δαπανών, καθώς και της αύξησης του ΦΠΑ, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι αρνητικές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή διαδικασία. Στις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με τη διεθνή έρευνα, οι δημόσιες επενδύσεις αποτελούν το αποτελεσματικότερο εργαλείο τόνωσης της ανάπτυξης και επανεκκίνησης της οικονομίας δεδομένου ότι η απόδοση για κάθε ευρώ που επενδύει το κράτος κυμαίνεται από 1,3 μέχρι 1,8 ευρώ (Γερμανικό Ινστιτούτο ΙΜΚ, 2015). Στην κατεύθυνση αυτή, το περιεχόμενο ενός τέτοιου προγράμματος προϋποθέτει τη χαλάρωση της λιτότητας, τις διαρθρωτικές αλλαγές, την αναδιάρθρωση του χρέους και τη χρηματοδότηση ενός ισχυρού επενδυτικού σχεδίου. Με άλλα λόγια, μια τέτοια αναπτυξιακή προοπτική απαιτεί σχεδιασμένη παρέμβαση. Αυτό σημαίνει ότι στις 13 γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας απαιτείται να εκπονηθούν 13 master plans την ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης. Επιβάλλεται να απαντηθούν ποιες είναι οι αναπτυξιακές δυνατότητες κάθε περιφέρειας και κάθε κλάδου, προκειμένου να πραγματοποιηθούν συγκεκριμένες επενδύσεις με όρους καινοτομικής και αναπτυξιακής επιχειρηματικότητας και όχι, όπως στο παρελθόν, με όρους επιδοματικής επιχειρηματικότητας.
Εντός ή εκτός ευρώ, όπως ορισμένοι ζητούν;
Η πορεία επανεκκίνησης και ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας σε συνθήκες εθνικού νομίσματος με τα σημερινά δεδομένα και χαρακτηριστικά της ελλειμματικής παραγωγικής διάρθρωσης της χώρας, όπου τα 2/3 των αναγκών της ικανοποιούνται με την εισαγωγή πρώτων υλών, ενδιάμεσων και τελικών προϊόντων και υπηρεσιών, θα επιφέρει σημαντικές συνέπειες στο ήδη συρρικνωμένο βιοτικό επίπεδο της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, καθώς και σημαντικά ελλείμματα στην οικονομική και παραγωγική λειτουργία που θα εκφραστούν με υποτιμήσεις, πληθωριστικές πιέσεις, κλείσιμο επιχειρήσεων, ανεργία, φτωχοποίηση κ.ά.
Έχετε αναλάβει να επικαιροποιήσετε τις μελέτες για τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού. Τι ελλείμματα προβλέπετε στον κλάδο των συντάξεων σε βάθος χρόνου;
Η επικαιροποίηση των μελετών για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού και ειδικότερα για τον κλάδο των συντάξεων (κύριων και επικουρικών) αναδεικνύει ότι το ετήσιο έλλειμμα της κύριας ασφάλισης κατά την περίοδο 2015 ? 2016 ανέρχεται στο επίπεδο των 2,4 δισ. ευρώ και το ετήσιο έλλειμμα της επικουρικής ασφάλισης σε 1,3 δισ. ευρώ.
Στη δεκαετία του 2020, η πορεία των ελλειμμάτων της κύριας και της επικουρικής ασφάλισης, σε συνθήκες baby booming (2023 ? 2028), υψηλής ανεργίας και γήρανσης του πληθυσμού είναι πολλαπλάσια αυξητική. Αξίζει να σημειωθεί ότι η γήρανση του πληθυσμού συμβάλλει σήμερα στην αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 15% και το 2050 η επιβάρυνση αυτή θα προσεγγίζει το 27%. Επίσης είναι ενδιαφέρον να τονιστεί ότι, εάν οι περικοπές των συντάξεων και η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης την περίοδο 2010 ? 2015 δεν συνοδεύονταν από τις συνθήκες ύφεσης και εκρηκτικής αύξησης της ανεργίας, το οριακό έτος για την εξέλιξη των αποθεματικών θα ήταν περίπου στο τέλος του 2025 και όχι στο τέλος του 2015. Με τα δεδομένα αυτά, το ερώτημα είναι πώς τελικά θα καλύπτονται στο μέλλον τα προκύπτοντα ελλείμματα λόγω γήρανσης του πληθυσμού και υψηλού επιπέδου ανεργίας; Με συνεχείς μειώσεις συντάξεων και συνεχείς αυξήσεις εισφορών, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία, όπου το 2015 με ποσοστό εισφορών για κύρια σύνταξη 18,3% το ποσοστό αναπλήρωσης που αντιστοιχεί είναι 48% του μισθού, ενώ το 2027 με ποσοστό εισφορών 20,8% το ποσοστό αναπλήρωσης που θα αντιστοιχεί θα είναι 45,4% του μισθού; Η όπως, για παράδειγμα, στην Ελλάδα όπου, σύμφωνα με τη μελέτη των δανειστών προβλέπεται μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών από 16,2% του ΑΕΠ (2015) στο 15,5% το 2060 με ποσοστό αναπλήρωσης κύριας και επικουρικής σύνταξης, σε σχέση με το μισθό, από 64,5% (2015) σε 56,8% (2060), ή με άλλους πιο σύνθετους ? κοινωνικούς, αναπτυξιακούς και αποτελεσματικούς τρόπους;
Οι παραμετρικές αλλαγές που ήδη ψηφίστηκαν ή αναμένεται να ψηφιστούν, με βάση τη γνωστή συμφωνία της κυβέρνησης με τους εταίρους - δανειστές, αρκούν για να στηρίξουν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης;
Οι παραμετρικές αλλαγές που ήδη ψηφίστηκαν ή αναμένεται να ψηφιστούν δεν αρκούν, όπως αποδεικνύεται από την ελληνική και ευρωπαϊκή έρευνα, να υποστηρίξουν τη μακροχρόνια οικονομική βιωσιμότητα και την κοινωνική αποτελεσματικότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων στα κράτη - μέλη της Ε.Ε.
Και αυτό γιατί η υπονόμευση της μακροχρόνιας οικονομικής βιωσιμότητας των συστημάτων οφείλεται στο παρατεταμένο υψηλό επίπεδο της ανεργίας και στη γήρανση του πληθυσμού και όχι στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, στα χρόνια ασφάλισης, στο ποσοστό αναπλήρωσης κ.λπ. Η ερευνητική αυτή παρατήρηση σημαίνει ότι η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος προϋποθέτει την υλοποίηση αποτελεσματικών πολιτικών ανάπτυξης, απασχόλησης και μιας ολοκληρωμένης δημογραφικής πολιτικής. Διαφορετικά, θα είμαστε μάρτυρες περικοπών και φτωχοποίησης του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού πληθυσμού. Εξάλλου, οι παραμετρικές αλλαγές περισσότερο προσαρμόζονται στις κατευθύνσεις του Συμφώνου Σταθερότητας παρά στην αναβάθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας.
Παραμένει ή όχι στο τραπέζι η καθιέρωση νέων πηγών χρηματοδότησης για το Ασφαλιστικό; Το ερώτημα προκύπτει καθώς η συμφωνία που όλοι γνωρίζουμε προβλέπει... καταργήσεις πόρων που χρηματοδοτούν ακόμη και σήμερα τις συντάξεις.
Σε μια περίοδο ύφεσης, πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και φορολογικής (άμεσης και έμμεσης) επέκτασης, οι νέες πηγές χρηματοδότησης για το Ασφαλιστικό καθίστανται εξ αντικειμένου συμπληρωματικές. Για παράδειγμα, η σχετική μελέτη εκτίμησε ότι στις σημερινές συνθήκες και με τους προαναφερόμενους περιορισμούς, οι προβλεπόμενοι πόροι από συμπληρωματικές πηγές χρηματοδότησης δεν υπερβαίνουν το ποσό των 300 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι η ενδεχόμενη κατάργηση πόρων που χρηματοδοτούν ακόμη και σήμερα συντάξεις, προϋποθέτει ενδελεχή προκαταρκτική μελέτη, προκειμένου να διερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν οι προκαλούμενες σοβαρές συνέπειες στους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους.
Ποιες συγκεκριμένες πηγές χρηματοδότησης προκρίνετε;
Η σχετική μελέτη, με αφετηρία τους προαναφερόμενους περιορισμούς, εξετάζει ως συμπληρωματικές πηγές χρηματοδότησης την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων, τις κρατικές προμήθειες, τις φορολογικές και άλλες κατηγορίες προστίμων, τα κέρδη από τυχερά παιχνίδια και το ΑΚΑΓΕ μετά το 2019. Η προσέγγιση της μελλοντικής αξιοποίησης υδρογονανθράκων κατέστη ανενεργός δεδομένου ότι σήμερα τα αναμενόμενα έσοδα δεν μπορούν να βεβαιωθούν και να εκτιμηθούν.
Με 1,3 εκατ. ανέργους, τι μέλλον έχουν η μισθωτή εργασία και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις;
Πράγματι, με 1,3 εκατ. ανέργους το μέλλον της μισθωτής εργασίας, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας θα είναι δυσμενές με την έννοια της κυριαρχίας των ευέλικτων και εξατομικευμένων σχέσεων εργασίας. Στη βάση αυτών των δυσμενών εξελίξεων στην αγορά εργασίας διαμορφώνονται οι προτεραιότητες και οι στρατηγικές επιλογές των πολιτικών κοινωνικής προστασίας με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος από το διανεμητικό (κοινωνική αλληλεγγύη) στο κεφαλαιοποιητικό (εξατομικευμένο) σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ιδιωτικά συνταξιοδοτικά σχήματα, βασική σύνταξη). Με άλλα λόγια επιδιώκεται με τις νομοθετικές παρεμβάσεις στα κράτη - μέλη και στην Ελλάδα, οι επιπτώσεις του δημογραφικού ελλείμματος καθώς και του ελλείμματος της απασχόλησης - που διευρύνονται από τις ασκούμενες πολιτικές της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης - να χρηματοδοτηθούν από τη μείωση των παροχών, την αύξηση των εισφορών, την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης κλπ αντί η διαμόρφωση μιας αναπτυξιακής στρατηγικής, μιας αποτελεσματικής πολιτικής απασχόλησης και μιας μακράς πνοής δημογραφικής πολιτικής να χρηματοδοτηθούν και να θωρακιστούν με νέους πόρους από την αναπτυξιακή και αναδιανεμητική λειτουργία της οικονομίας.
Υπάρχουν περιθώρια και πόροι για να οικοδομηθεί στη χώρα ένα πραγματικό κράτος πρόνοιας, ώστε να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη φτώχεια;
Η οργάνωση και θεσμοποίηση εντός πραγματικού κράτους πρόνοιας αποτελεί τον πυρήνα μιας στρατηγικής και πολιτικής κοινωνικής προστασίας, η οποία ουσιαστικά αποτυπώνει τις κοινωνικές σχέσεις πάνω στην οικονομική δραστηριότητα του κράτους. Η παρατήρηση αυτή συνιστά τη θεωρητική αφετηρία σύστασης και εξέλιξης του κράτους πρόνοιας με την έννοια της ύπαρξης μηχανισμών κατανομής πόρων και απόδοσης ορισμένων κοινωνικών πλευρών στην αναπαραγωγική λειτουργία της οικονομίας.
Στο θεωρητικό και στρατηγικό αυτό πλαίσιο σύστασης και ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας, η αλλαγή για παράδειγμα του μεταπολεμικού μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής (εξαγωγές, σταθερότητα τιμών, κράτος πρόνοιας, κοινωνική δημοκρατία) σε νεοφιλελεύθερο μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής (εξαγωγές, ευελιξία/ανασφάλεια εργασίας, κοινωνικό dumping) από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, περιορίζει τα περιθώρια και τους πόρους, απορυθμίζει και μεταμορφώνει σταδιακά το κράτος - πρόνοιας σε κράτος - φιλανθρωπίας.
Κατά συνέπεια, η στρατηγική οικοδόμησης ενός πραγματικού κράτους πρόνοιας που θα αντιμετωπίζει, εκτός των άλλων, την αυξανόμενη φτώχεια, προϋποθέτει την ανασύσταση του θεωρητικού πλαισίου, καθώς και την αλλαγή της ασκούμενης κοινωνικής πολιτικής στην κατεύθυνση της διεύρυνσης των κοινωνικών δαπανών, των κοινωνικών δικαιωμάτων και της εξασφάλισης των απαιτούμενων πόρων.
Η υπονόμευση της μακροχρόνιας οικονομικής βιωσιμότητας των συστημάτων οφείλεται στο παρατεταμένο υψηλό επίπεδο της ανεργίας και στη γήρανση του πληθυσμού και όχι στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, στα χρόνια ασφάλισης, στο ποσοστό αναπλήρωσης κ.λπ.
ΕΛΛΕΙΜΜΑ
  • Αποκάλυψη - βόμβα για το έλλειμμα στα ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης.
  • 3,7 δισ. ευρώ λείπουν για να πληρωθούν οι συντάξεις έως το 2016.
  • 100.000 νέοι άνεργοι θα προστεθούν στις λίστες ανεργίας έως το τέλος του 2016

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Σε συνθήκες μνημονιακής προσαρμογής, σύμφωνα με τη διεθνή έρευνα, οι δημόσιες επενδύσεις αποτελούν το αποτελεσματικότερο εργαλείο τόνωσης της ανάπτυξης και επανεκκίνησης της οικονομίας, δεδομένου ότι η απόδοση για κάθε ευρώ που επενδύει το κράτος κυμαίνεται από 1,3 μέχρι 1,8 ευρώ (Γερμανικό Ινστιτούτο ΙΜΚ, 2015). Στην κατεύθυνση αυτή, το περιεχόμενο ενός τέτοιου προγράμματος προϋποθέτει τη χαλάρωση της λιτότητας, τις διαρθρωτικές αλλαγές, την αναδιάρθρωση του χρέους και τη χρηματοδότηση ενός ισχυρού επενδυτικού σχεδίου.